Έρση Σωτηροπούλου

Η Έλληνίδα συγγραφέας παρατηρεί μια καθήζιση συναισθημάτων σε μια εποχή φοβισμένη.

images
Back to top

Συμφωνώ πως η Φάρσα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη. Γιατί είναι ένα βιβλίο ανυπάκουο που κλονίζει τις βεβαιότητες μας σχετικά με τη λογοτεχνία και την ίδια την γλώσσα. Είναι επίκαιρο γιατί αυτά που σατιρίζει ισχύουν και σήμερα. Εξακολουθούν να μας περιβάλλουν και συχνά να μας εξουσιάζουν σοβαροφανείς, κενόδοξοι και πομπώδεις τύποι. Αυτό που επιχειρούν τα δύο κορίτσια του βιβλίου, είναι να δώσουν μια πνοή ζωής σε ένα ασφυκτικό κόσμο, κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο υπονομεύοντας αυτόν τον κόσμο και χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα όπλα, τη γλώσσα. Πρόκειται για μια χειρονομία ανατρεπτική, εικονοκλαστική που θα χρωματίσει παράφορα την γκρίζα ατμόσφαιρα της οικογένειας και της συντηρητικής κοινωνίας που τις περιβάλλει. Ανέμελα και ανεύθυνα, σαχλά πολλές φορές, σε αντιπαράθεση με τον συγκροτημένο και στρυφνό κόσμο των ενηλίκων, τα δύο κορίτσια «παλιμπαιδίζουν» κι είναι σαν να επιστρέφουν στον κόσμο της παιδικής ηλικίας, σε κείνον τον απροσδιόριστο χώρο της παιδικής μελαγχολίας, όπου το παρόν διαρκεί μια αιωνιότητα. Όμως αυτός ο παιδικός κόσμος είναι την ίδια στιγμή ποτισμένος από σεξουαλικότητα και γι’ αυτό η ερωτική επιθυμία διαπερνά την επιφάνεια του κειμένου και την αναστατώνει. Ξέρουμε ότι ο παιδικός κόσμος είναι οριστικά χαμένος και προσπαθούμε να τον αναπλάσουμε σαν στιγμιαία επιβεβαίωση της τέχνης απέναντι στο θάνατο, μέσα από την ερωτική επιθυμία.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο βιβλίο αυτό. Ακόμα και τα κενά διαστήματα μέσα στο κείμενο είναι σχεδιασμένα προσεχτικά και συνυφασμένα με την γενική ιδέα του. Υπάρχει μια συνεχής μεταμόρφωση που πηγαίνει από την μια κοπέλα στην άλλη, από την οικογένεια στην κοινωνία, από τις αναμνήσεις σε συνειρμούς υποσυνείδητους. Αλλά νομίζω κυρίως, ότι αυτή η ιδιόρρυθμη μορφή, φάρσες/κείμενο/φλας μπάκς/φάρσες/ συμβάλει στο νόημα. Όταν αρχίσει κανείς να διαβάζει το βιβλίο τότε είναι που η φόρμα αποκτά ζωτική σημασία. Κάθε νέα εικόνα φέρνει σε αντιπαράθεση το δυναμικό ενάντια στο στατικό, το θετικό μέσα από το αρνητικό, τον έρωτα και το πάθος πέρα από την καθίζηση των αισθημάτων.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό της εποχής που ζούμε σήμερα, είναι πιστεύω, μια καθίζηση αισθημάτων. Υφιστάμεθα ένα καταιγισμό από εικόνες και αυτή η στιλπνή επιφάνεια μιας εικονικής πραγματικότητας φαίνεται πιο συναρπαστική, πιο ελκυστική και πιο άξια να τη ζήσει κανείς από ότι την ίδια την ζωή μας. Συνέπεια αυτού είναι μια καθίζηση στον ψυχικό μας κόσμο. Δεν υπάρχει τόλμη, τόλμη να ζήσεις, να εκφραστείς, να αφεθείς, να ερωτευτείς. Κυριαρχεί ένας συντηρητισμός και η κοινωνική συμπεριφορά υπαγορεύεται από διάφορα στερεότυπα, ακόμα και στους πιο νέους οι οποίοι έχουν ένα μοτίβο επιτυχίας στο μυαλό τους, ένα μοντέλο σκέψης ψυχοφθόρο που δεν βγάζει πουθενά.

Είναι μια εποχή φοβισμένη. Γίνεται όλο αυτό το παντιρντί γύρω από το σεξ, κυκλοφορούν ένα σωρό περιοδικά που σου υποδεικνύουν τους 15 τρόπους για να φτάσεις στον οργασμό και ο οργασμός δεν υπάρχει πουθενά, δεν υπάρχει καν φλέρτ. Εσείς βλέπετε τον κόσμο να φλερτάρει; Να συμβαίνουν μεγάλες ερωτικές ιστορίες; Αντ’αυτού υπάρχει ένα κράτημα. Πηγαίνεις σε ένα μπαρ όπου όλοι πια είναι όμορφοι, δεν υπάρχουν άσχημοι, ούτε σπυριάρηδες όπως υπήρχαν στην εποχή μου, έχουν εξαφανιστεί αυτοί, φτάνουν, λοιπόν, κούκλοι και κούκλες μέσα στο μπαρ και στο τέλος φεύγουν ολομόναχοι. Ούτε στα μάτια δεν κοιτάζονται πολλές φορές. Μοιάζουν λες και ο καθένας προσπαθεί να διαφυλάξει κάτι. Υπάρχει ένας φόβος μήπως και τσαλακωθεί αυτό το κάτι. Ποιο είναι το «αυτό» δεν ξέρω…

Ναι, έζησα αντισυμβατικά, ιδιαίτερα την εποχή που μεγάλωνα, χωρίς ωστόσο να θεωρώ ότι έχω κάνει κάτι ηρωικό. Ήταν μια αφόρητη εποχή τα χρόνια της εφηβείας μου, η Πάτρα μέσα στη δικτατορία, φαινόταν σαν μεσαίωνας. Όταν ήμουν μικρή, εκεί στα 14 μου, ταυτιζόμουν πολύ με διάφορους συγγραφείς, γι’ αυτό ίσως εξεγειρόμουν, το έβρισκα εντελώς παράλογο από την στιγμή που υπάρχει ένας Ρεμπό και ένας Μπωντλαίρ να ακούω αυτές τις μαλακίες που άκουγα στο σχολείο, όπου μετρούσαν πχ κατά πόσο η ποδιά ήταν πέντε πόντους πιο κάτω από το γόνατο. Διάβαζα από πολύ μικρή. Είχαμε μια μεγάλη βιβλιοθήκη στο σπίτι. Αλλά υπήρχε και μια διαφορά, το βιβλίο τότε είχε μια ιδιαίτερη αίγλη, γιατί ήταν ακόμα κάτι σπάνιο, που σε έκανε να το αναζητήσεις, δεν ήταν όπως σήμερα όπου κυκλοφορούν οι χιλιάδες τίτλοι.

Το πρώτο κείμενο που έγραψα ήταν ένα πεζό, στα 9 μου. Έτσι νωρίς ανακάλυψα πως η μοναξιά,  το να βρίσκεσαι μόνος με τον εαυτό σου, μπορεί να είναι κάτι πολύ ευχάριστο. Το στοιχείο ισορροπίας στην ζωή μου είναι το γράψιμο. Όπως και το διάβασμα. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα δυο, γράψιμο και διάβασμα, που με βοήθησαν να ξεπεράσω μια ταραγμένη εφηβεία χωρίς μεγάλες απώλειες, ίσως να είχα καταλήξει σε κάποιο ίδρυμα.

Ο χρόνος που γράφεται ένα βιβλίο είναι χρόνος μαθητείας και για μένα. Γράφεις με ένα μπαγκάζ ατέλειωτο, όπου μέσα συνυπάρχουν όλα όσα έχεις ζήσει και έχεις διαβάσει. Κάθε βιβλίο, λοιπόν, είναι μια δοκιμασία. Το γράψιμο έχει και άχαρες στιγμές. Υπάρχουν φορές που νιώθεις σαν ηλίθιος ή που αισθάνεσαι πως δεν αξίζεις τίποτα ή πως δεν πρόκειται να ξαναγράψεις ποτέ. Πώς τις διαχειρίζομαι αυτές τις στιγμές; Επιμένοντας.

Όσο περνάνε τα χρόνια θέλω το κέιμενο να είναι πιο γυμνό. Εννοώ ότι κάθε λέξη πρέπει να υπάρχει για ένα συγκεκριμένο λόγο. Να μην μπορεί να αφαιρεθεί. Τίποτα δεν λειτουργεί αν είναι χύμα. Ακόμα και το πιο τρελό κείμενο πρέπει νάχει μια συνέπεια στην τρέλα του. Τι σημαίνει συνέπεια στην τρέλα του; Ειλικρίνεια. Αυτό σημαίνει.  Νιώθω πως έχω ένα συμβόλαιο με τις λέξεις. Ένα συμβόλαιο με την τέχνη. Μπορώ να γράψω σαν γέρος, σαν άντρας, σαν παιδί, σαν γυναίκα και όλες τις φορές αναπνέω μαζί μ’αυτά τα πρόσωπα, είμαι μαζί τους.Ναι, συχνά περνάει σε αυτά κάποιο κομμάτι δικό μου, κάποιο συναίσθημα προσωπικό, κάποια παρατήρηση ή βίωμα, αλλά μπορώ το ίδιο αυθεντικά να χρησιμοποιήσω και κάτι που θα μου πείτε εσείς. Δεν γράφω για κάτι που με βασανίζει εκείνη την στιγμή. Χρειάζεται μια απόσταση. Αν γράφεις εν βρασμώ ψυχής τότε είναι αποτυχημένο.

Πάντα υπάρχει μια κεντρική ιδέα που είναι η αφορμή για να γραφτεί ένα βιβλίο. Και αυτή η κεντρική ιδέα πρέπει να είναι πολύ έντονη, σχεδόν σαν εμμονή, αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα να κάθεσαι εκεί, μπροστά σε ένα λευκό χαρτί. Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο τι θα πεις, αλλά το πώς θα το πείς. Προσωπικά όταν διαβάζω ένα βιβλίο εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η φωνή του συγγραφέα. Είναι το πώς λέει μια ιστορία. Πρόκειται για το στυλ του συγγραφέα και το στυλ είναι μια ιδιοτυπία που σχετίζεται με το ταλέντο, την ευφυία, την παρατηρητικότητα, την εξάσκηση.

Λίγο πολύ ο καθένας μας ξέρει πόσο αξίζει. Προσωπικά τουλάχιστον έχω αυτή την αίσθηση: Πως υπάρχει μέσα σου ένα τρίτο μάτι, ένας εσωτερικός κριτής, ο οποίος δεν σου υπαγορεύει τι θα γράψεις αλλά σου επισημαίνει τα φάλτσα. Και τα φάλτσα είναι οι ευκολίες που πέφτει κανείς. Αν μια σκηνή μου βγαίνει πολύ εύκολα και είναι και «πιασάρικη», τότε γίνομαι καχύποπτη.

Εκείνο που προσδοκώ είναι να προκαλέσω στον αναγνώστη ερωτηματικά. Δεν νομίζω ότι είναι κανείς σε θέση να προσφέρει βεβαιότητες, ούτε και λύσεις. Ο ρόλος της λογοτεχνίας άλλωστε δεν είναι αυτός. Ο συγγραφέας πρέπει να θέτει ερωτήματα, όχι να απαντάει σε αυτά. Φωτίζοντας την πραγματικότητα με ένα διαφορετικό τρόπο, έστω και λοξό. Εμένα με ενδιαφέρει πολύ η λεπτομέρεια, ο υπαινιγμός. Η αλήθεια δεν βρίσκεται σε αυτό που φαίνεται σε πρώτη όψη. Με ενδιαφέρουν, λοιπόν, οι σκοτεινές, οι δυσπρόσιτες πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού που συχνά είναι επίφοβες και γι’αυτό αποφεύγουμε να τις πλησιάσουμε. Αποφεύγουμε γιατί είναι πολύ δύσκολο να παραδεχτείς κάποια πράγματα. Και η ζωή δεν είναι οι μεγάλες αποφάσεις. Συνήθως οι αλλαγές γίνονται μέσα από τις μικρές ασυνείδητες αποφάσεις που παίρνει κανείς στο πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα να δημιουργείται στην πορεία μια καμπύλη παρέκκλισης

Τι προυποθέτει το ψάξιμο των σκοτεινών μας πλευρών; Παρατηρητικότητα. Ευαισθησία. Ειλικρίνεια. Ειλικρίνεια όχι μόνο με την έννοια να λες την αλήθεια αλλά και επίσης να μην κολακεύεσαι, να μην ωραιοποιείς.

Περιγράφοντας μια σκηνή, πχ μια οικογένεια να τρώει σε ένα τραπέζι, ο τρόπος που τρώνε, το πώς κάθονται, πώς μιλάνε, ο τρόπος που περνάν τα φαγητά από μπροστά τους, αν σταθείς σε πράγματα ασήμαντα και τελείως καθημερινά και προσπαθήσεις να τους δώσεις ζωή, αυτή η σκηνή, γραμμένη σωστά, μπορεί να γίνει πολύ πιο ενδεικτική και αντιπροσωπευτική για την εποχή και την κοινωνία στην οποία διαδραματίζεται παρά αν περιέγραφες ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός και τις επιδράσεις του.  Διότι πολύ συχνά είναι αυτές οι ελάχιστες και παραμελημένες πτυχές της καθημερινότητας που έχουν τη δύναμη να φωτίσουν το σύνολο και να το ζωντανέψουν.

Πέρασα πολύ όμορφα φοιτητικά χρόνια στην Ιταλία. Η Φλωρεντία, τότε, ήταν μια πόλη όπου συνέβαιναν ένα σωρό πράγματα. Τώρα έχει  γίνει ασφυκτική γιατί  πολιορκείται από τουρίστες, το ιστορικό κέντρο πνίγεται στους Γιαπωνέζους. Εκείνη την εποχή, το φοιτητικό κίνημα ήταν πολύ μπροστά και ταυτόχρονα υπήρχε ένα πνεύμα ανακάλυψης, ένας καινούργιος αέρας στο σινεμά, στο θέατρο, στη μουσική. Έμεινα εκεί σχεδόν πέντε χρόνια. Και πολύ αργότερα έζησα άλλα 9 στην Ρώμη εργαζόμενη στην πρεσβεία. Ούτε και γω μπορώ να με φανταστώ πια σε ένα γραφειακό περιβάλλον. Ίσως έπρεπε να είχα φύγει νωρίτερα. Ήταν όμως κι’ αυτό μια μαθητεία.

Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου η ψυχολογία σαν ψυχολογία. Με ενδιαφέρει ο ψυχισμός του ανθρώπου. Και δεν κάθομαι καθόλου να αναλύομαι και να διερωτώμαι τι έκανα στην ζωή μου και όλα αυτά. Το βρίσκω τρομερά βαρετό. Προτιμώ να παρατηρώ τους άλλους.

Ζούμε και δεν ξέρουμε ότι δίπλα μας υπάρχει μια άλλη πόλη, ανθρώποι διαφορετικοί, ένας κόσμος τον οποίο αγνοούμε και ζούμε χωρίς να ξέρουμε τι συμβαίνει λίγα μέτρα πιο πέρα. Η «Εύα» κάνει το βήμα. Τυχαία βέβαια. Αν βγαίνοντας από το κλάπ την περίμενε ένας φίλος και την πήγαινε σπίτι θα άλλαζε η πορεία των πραγμάτων. Αλλά ξεγλιστράει και έτσι αρχίζουν να συμβαίνουν αυτά που της συμβαίνουν. Η Εύα είναι μια ιστορία προσωπικής αφύπνισης. Και είναι αυτό που λέτε στην ερώτηση σας. Πως για να αφυπνιστεί κανείς χρειάζεται να περπατήσει λίγο έξω από κείνο που αποκαλούμε «κανονική, νορμάλ» ζωή.

Τι σημαίνει κανονική ζωή; Τι σημαίνει ευτυχισμένο ζευγάρι; Για μένα αυτοί οι ορισμοί είναι άδειοι. Είναι ένα επικοδόμημα που δεν υπάρχει. Γι’ αυτό πιστεύω πως ορισμένα πράγματα θάπρεπε να επανα-επινοηθούν.

Αυτό που συμβαίνει με το facebook είναι η ψευδαίσθηση ενός οικουμενικού πάρτι όπου μπορείς να δέχεσαι και να απορρίπτεις φίλους με ένα κλικ. Σου δίνει λοιπόν την σχεδόν κτηνώδη εντύπωση ότι έχεις παρέα και μάλιστα συνεχώς, ενώ είσαι μόνος.

Ξεκίνησα γράφοντας ποίηση και ακόμη λειτουργώ σαν να γράφω ποίηση. Για μένα δεν υπάρχει διαφορά στον τρόπο γραφής. Ο λόγος που πέρασα στο πεζό ήταν επειδή το γράψιμο ενός μυθιστορήματος κρατάει πολύ περισσότερο χρόνο από ό,τι ενός ποιήματος και αυτό μου χάριζε ένα αίσθημα ασφάλειας, ότι θα μπορούσε να με προστατεύσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τι εννοώ; Καταρχάς το γράψιμο είναι για μένα μια συντροφιά και δεν το λέω με την έννοια της ασχολίας σαν εργόχειρο. Αισθάνομαι πως όσο γράφω δεν πρόκειται να μου συμβεί τίποτα. Είναι μια εσωτερική ισορροπία. Που δίνει σχήμα και σκοπό στην ζωή μου.

Ο κόσμος ψοφάει σήμερα για ριάλιτι. Προτιμά να διαβάζει βιογραφίες αντί λογοτεχνία. Και τρελλαίνεται να κάθεται μπροστά από την τηλεόραση παρακολουθώντας αυτή την σαγηνευτική ταπετσαρία της πραγματικότητας. Ο τηλεθεατής έχει ένα στοιχείο κανιβαλισμού μέσα του πια.

Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα είναι θλιβερό. Η Ελλάδα όμως εδώ και χρόνια ζούσε πάνω από τα μέτρα της. Δεν είχαμε παραγωγή και ανάπτυξη που να δικαιολογούν αυτό τον τρόπο ζωής. Και κυκλοφορούσε, επίσης, πάρα πολύ μαύρο χρήμα. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση, πρέπει να γίνει μια προσπάθεια ανασυγκρότησης. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Και χρειάζεται και μια ηθική ανασυγκρότηση. Ήταν πάρα πολύς ο κόσμος, ο οποίος έμαθε από το τίποτα νάχει ξαφνικά δύο και τρία αυτοκίνητα και ανέσεις και εξοχικά και να ξοδεύει στα ακριβά εστιατόρια, αυτοί φοβάμαι πως τώρα θα αγριέψουν, θα γίνουν χειρότεροι. Εκτός κι’ αν βρούνε τρόπο να επιπλεύσουν. Είναι άνθρωποι με μικροαστική νοοτροπία, μαθημένοι στο εύκολο χρήμα, αμόρφωτοι, πολλές φορές χυδαίοι…Και είναι και αυτός όλος ο χείμαρος από ξανθιές…Τι θα απογίνουν όλες αυτές οι ξανθιές; Που θα πάνε;

 

Back to top