Γράμμα από μια φίλη

“Αυτό με την ευελιξία, να το κεντήσουμε, λέω, στο κούτελο” μου απάντησε . Και γώ της διακτίνισα μυρωδάτα φιλιά και κόκκινες σφικτές αγκαλιές.

images
Back to top

“Tί κάνεις αγαπημένη μου καλοκαιρινή καινούργια φίλη» με ρώτησε και ήτανε μια ερώτηση ηλεκτρονική, είχα δηλαδή καιρό να ακούσω νέα της, από τότε που καθόμαστε σε μια νησιώτικη ταράτσα και μιλούσαμε για τα τσιτάτα του Γιάννη και τους ανθρώπους που μοιάζουν με γέφυρες. Την είχα πεθυμήσει, είχα πεθυμήσει το γαλάζιο βαθύ της βλέμμα που μύριζε αλμύρα, είχα πεθυμήσει και κείνο το χαμόγελο της που επιβεβαίωνε πως όποιες κι’αν ήταν οι ανησυχίες της θάβρισκε τρόπο να τις μετατρέψει σε τραγουδιστές παραγράφους. Μου έγραφε από το σκοτεινό και βροχερό Λονδίνο, εκεί ζει τώρα για λίγο καιρό, μέχρι δηλαδή να βρει την άκρη της, «όλοι μια άκρη ψάχνουμε» της είπα «που να σηματοδοτεί καινούργια αρχή και όχι ένα ακόμα λαβύρινθο». Είχε αλλιώτικη διάθεση, δηλαδή δεν άφηνε το σκοτάδι και την βροχή να της ξεθωριάσουν το βλέμμα, «περπατώ διαρκώς» μου είπε «και ανακαλύπτω κρυμμένα λιμανάκια δίπλα στο Τάμεση και καθεδρικούς με φοβερά βιτρό». Έτσι είπε και ύστερα συμπλήρωσε πως μερικά πρωινά της φαίνονται τόσο όμορφα που φοβάται μην τα ματιάσει. Δεν ματιάζεται η ομορφιά ήθελα να της απαντήσω, δεν ματιάζεται από το βλέμμα που ξέρει να την ανακαλύπτει μέσα στα πρωινά του. Ματιάζεται από το άλλο, εκείνο που τρομάζει στην ιδέα πως ήρθε η στιγμή να της δείξει εμπιστοσύνη σαν την μοναδική μας βεβαιότητα. Γιατί κάπου εκεί βρίσκεται και η άκρη, από μια ομορφιά φτιάχνεται το νήμα, η οποία δεν φέρει ωστόσο καμία ευθύνη για το μετέπειτα μπλέξιμο των κλωστών μας.
Δύσκολα τα βγάζει πέρα μου είπε, παραδίδει κάποια μαθήματα σε παιδάκια και για να βγει το νοίκι είναι βράδια που πρέπει να δουλέψει σε μπαρ. «Μόνο που εγώ δεν πίνω», μου έγραψε και κόλλησε πλάι μια χαμογελαστή φατσούλα. «Έτσι δεν ξέρω τα ποτά», συμπλήρωσε πλάι στην φατσούλα. Δεν έχει σημασία της είπε μια άλλη φίλη «και λάθος να φτιάχνεις τα κοκτέιλ άμα βάζεις παραπάνω αλκοόλ δεν θα παραπονεθεί κανείς». Κανείς δεν παραπονιέται, σκέφτηκα, άμα είναι να του χαρίσεις μια ζαλάδα, έστω για λίγο, να γίνουν όλα λίγο πιο θολά μπας και την επομένη βρεθεί ένα καινούργιο καθαριστικό που να εξαφανίζει με μιας τους λεκκέδες από τα τζάμια αυτής της πραγματικότητας. Μόνο που δεν πάει έτσι, φίλη, δεν υπάρχει τέτοιο καθαριστικό που να εξαφανίζει τους λεκκέδες με μιας. Και άμα δεν το πάρεις χαμπάρι πως πρέπει κόκκο με κόκκο να σβήνεις τη «βρωμιά» τελικά σου μένει η ζαλάδα και κείνη η γεύση στο στόμα που κάνει την ομορφιά του πρωινού να μοιάζει με συσσωρευμένη πίκρα.
«Την έχω δεί υγιεινά», μου έγραψε. Δεν τρώει πολύ κρέας και κάνει πολλές αναπνοές. Άσε που φτιάχνει το δικό της ψωμί γιατί απεταξάμην λέει τα συντηρητικά. «Τίποτα να μην συντηρείς που σου χαλάει την αυθεντική γεύση» ήθελα να της γράψω αλλά έιπα να το φυλάξω για να τα πούμε από κοντά. Θάθελε, λέει, να αφιερώσει χρόνο και ενέργεια σε κάτι που σκέφτηκε να γράψει, σε κάτι που μοιάζει με ευχή, κάτι που παίρνει υπόσταση μόνο μέσα από κείνη. Αλλά χρειάζεται μια πειθαρχία, χρειάζεται δηλαδή να ξυπνάς το πρωί και να μην σκέφτεσαι πως θα βγει το νοίκι. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από πειθαρχία, της έγραψα. Χρειάζεται εμπιστοσύνη πως μια καινούργια άκρη φτιάχνεται από το υλικό μιας ευχής και όχι μιας αγωνίας.
Γιατί δε έρχεσαι προς τα δω; με ρώτησε. Μούπε μάλιστα πως αξίζει να γνωρίσω τον υπέρβαρο της γάτο και πως έχει και ένα υπέρδιπλο κρεβάτι και πως συχνάζει σε ένα καφέ-στέκι με ντεκόρ από αναποδογυρισμένες ανθοδέσμες και ημίψηλα. Και ύστερα με ρώτησε για τα δικά μου νέα αφού πρώτα μου διακτίνισε- έτσι ακριβώς το έγραψε και μου άρεσε- ένα βάλς και μερικές πορτοκαλί σταγόνες που βρίσκονταν εκείνη την ώρα έξω από το τζάμι της.
Άρπαξα τις πορτοκαλί σταγόνες και με το χρώμα τους άρχισα να της γράφω μια απάντηση.
“Και γω θέλω πια μόνο ομορφιές αγαπημένη μου καλοκαιρινή καινούργια φίλη. Και είμαι διαθετειμένη να κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να τις βρίσκω. Δεν με νοιάζει που ακόμα δεν έχω βρει την άκρη με ένα εισόδημα, ούτε και που θάπρεπε ίσως να αλλάξω σπίτι, να πάω σε ένα πιο φτηνό. Δεν θέλω καμία κίνηση που να ερμηνεύεται μέσα μου σαν ήττα και έλλειψη πίστης πως όλα θα κάποια στιγμή γίνουν όπως τα ευχήθηκα. Λίγη υπομονή χρειάζεται και κυρίως ευελιξία. Αμα βλέπεις πως ο δρόμος που περπατάς δεν σε πάει σε ομορφιές, να αλλάζεις αμέσως κατεύθυνση, να δοκιμάζεις κάποιον άλλο, κι’ας είναι και χωματόδρομος, κι’ας έχει λακκούβες. Μ’αυτά τα υλικά βγάζω τις μέρες μου. Κατα τ’αλλα κάνω συχνές εκδρομές. Στις θάλασσες και στα περβόλια. Τα πορτοκάλια και τα λεμόνια έχουνε ένα υπέροχο χρώμα αυτή την εποχή και με το χρώμα τους ψάχνω να βρω καινούργιες ιστορίες στο μέσα και στο έξω μου. Αυτά. Τι άλλο; Θέλω να τα πούμε από κοντά. Ας είναι και με τις ανθοδέσμες αναποδογυρισμένες.”

“Αυτό με την ευελιξία, να το κεντήσουμε, λέω, στο κούτελο” μου απάντησε λίγες μέρες μετά. Και γώ της διακτίνισα μυρωδάτα φιλιά και κόκκινες σφικτές αγκαλιές.

Back to top