Λέξεις και νότες

Λέξις και νότες και ήλιοι στο 2ο Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του βιβλιοπωλείου Ατλαντίς στην Οία της Σαντορίνης.

images
Back to top

Την τελευταία φορά που έγραφα για την Οία καθόμουνα σε ένα καφενείο κάπου στο Σόχο, στην Νέα Υόρκη. Έβλεπα τους Νεουρκέζους να περπατάνε στα πεζοδρόμια και γώ μετρούσα τα βήματα που έκανα στα χρόνια, κυνηγώντας ένα ήλιο. Να τον προλάβω πριν δύσει. Να τα προλάβω όλα πριν δύσουν... Αυτός ήτανε ο φόβος μου.

Και τώρα νάμαι εδώ. Με μια παρέα 30 συν-πλην κάτι, παιδιών που περπατάνε ξυπόλητοι, πίνουνε ρακί και αγαπάνε τα βιβλία. Μα περισσότερο αγαπάνε τα όνειρα σαν κάτι χειροπιαστό.

Χιλιάδες ανθρώποι από διαφορετικές εθνικότητες, τρέχουνε κάθε απόγευμα να φωτογραφίσουνε το ηλιοβασίλεμα. Το νησί αδειάζει. Όλοι τους πάνε στο κάστρο για να πάρουνε θέση απέναντι στην συνειδητοποίηση πως τελικά δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά ένα μικρό κομμάτι ενός μεγάλου κάδρου.

Τυλίγω το καπνό μου σε ροζ χαρτάκια που μου έχει αγοράσει ο Σ και τους παρακολουθώ από μακριά. «Πόσο έχουμε ανάγκη να βρούμε ένα τρόπο που να μας συνδέει ξανά με την αθωότητα...», σκέφτομαι και βλέπω την θάλασσα που κοκκινίζει.

«Γιατί φοβόμαστε να γίνουμε ξανά παιδιά;» ρωτώ τον κ. Τριβιζά. Μόλις έχει τελειώσει την ομιλία του, στην ταράτσα του βιβλιοπωλείου. Μόλις μας έχει καθηλώσει αποδεικνύοντας μας πως το μόνο που μας μαθαίνουνε είναι πώς να υπηρετούμε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα. «Κανείς δεν μας μαθαίνει πώς να την υπερβαίνουμε», είπε. «Γι’αυτό πρέπει να παραμείνουμε παιδιά», λέει ο κ. Τριβιζάς. Γιατί μόνο η φαντασία μας βοηθάει να κάνουμε άλματα. «Τότε γιατί φοβόμαστε», τον ρωτάω. «Γιατί φοράμε παρωπίδες σοβαροφάνειας» μου απαντάει.

«Έπρεπε ναρχόσουνα στην ομιλία του Τριβιζά» λέω στον Γ. Ο Γ είναι μόνο 27 χρονών και κάθε απόγευμα παίζει στην κιθάρα του όλα όσα αισθάνεται πως τον κλειδώνουν. «Ξεκλείδωσε με ρε συ Ελένη» με παρακάλεσε ένα από αυτά τα απογεύματα και γω χαμογέλασα με ανακούφιση παρότι εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ούτε και γω μπορούσα να του το εξηγήσω. Πώς μόνο και μόνο που αγωνιά για το ξεκλείδωμα, έχουν ήδη αρχίσει να λυγίζουν τα κλειδιά.

Η Β. κάθεται στα σκαλιά του βιβλιοπωλείου και μου λέει πως όταν γυρίσει πίσω στο νησί της θέλει να ηχογραφήσει την μάνα της και την γιαγιά της να μιλούν. Δεν έχει ιδέα γιατί έχει αυτή την ανάγκη αλλά κάπου μέσα της βαθειά νιώθει πως υπάρχει μια ουσία κρυμμένη στο ρυθμό δύο γυναικών που μιλάνε τραγουδιστά.

«Η αλήθεια, λένε πως βρίσκεται στην μέση», λέει ο Γ. «Ωραία», λέει μετά. «Μπορεί κάποιος να μου πεί και που βρίσκεται η μέση;», ρωτάει φωναχτά και γω προσπαθώ να του εξηγήσω πως η απορία του είναι ήδη το διαβατήριο για μια υπέροχη διαδρομή στην οποια δεν έχει σημασία ούτε η αρχή, ούτε το τέλος, ούτε και η μέση, αλλά η κάθε στιγμή.

Είναι ένας βράχος σε ένα νησάκι απέναντι που πάνε εκεί οι τουρίστες και οι ντόπιοι και κάνουνε βουτιές τσιρίζοντας από ενθουσιασμό. Είναι δηλαδή ένας βράχος σε ένα νησάκι, όπου πάνε όλοι για να γίνουνε ξανά παιδιά. Να θυμηθούνε, δηλαδή, πως είναι να βουτάς στην θάλασσα. Και όχι στο κενό.

Κάθε βράδυ μιλάμε με το Ρ στο τηλέφωνο. Και κάθε βράδι θυμίζουμε ο ένας στον άλλο πως δεν πρέπει να έχουμε καμία άλλη βεβαιότητα, παρά μόνο την μαγεία.

«Ποιός είναι ο δρόμος που οδηγεί στο ηλιοβασίλεμα», ρωτάνε κάποιοι Γιαπωνέζοι τον Χ. Και κείνος τους απαντάει πως δεν πρέπει να παιδεύονται γιατί ένας είναι ο δρόμος που οδηγεί στο ηλιοβασίλεμα. Και για να τον βρεις πρέπει πρώτα να μην φοβάσαι ότι θα χαθείς.

«Τί στάχτη τί την κάνουμε» ρωτάει η Έ. «Αυτό διερωτώμαι και γω τόσα χρόνια», απαντάει ο Κ. «Τί στάχτη τί την κάνουμε;».

«Έπρεπε ναρθείς στην ομιλία του Τριβιζά», επανάλαβα στον Γ. «Ξεπερνούσε την πραγματικότητα», του είπα. «Έχω ζήσει πολλές στιγμές που ξεπερνούν την πραγματικότητα» μου απάντησε και άρχισε να μου περιγραφει ένα δειλινό στην παραλία, όπου πίναμε μπύρες και ξαφνικά ένα 20χρονο παιδί προσγειώθηκε από το πουθενά για να τους ρωτήσει αν θέλουν να τους πεί ένα ποίημα. Και άρχισε να λέει ένα ποίημα που έγραψε ο ίδιος και τότε όλοι τους, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουνε, είχανε ήδη βουτήξει μέσα στις λέξεις για να πιάσουνε βυθό.

«Να πας να τον βρεις» μου λέει. «Είναι σερβιτόρος σε ένα καφενείο στο Φηρά. Να του πεις πως σε στέλνω εγώ και πως θες να σου πει ένα ποίημα». Αυτό μου είπε ο Γ και τότε συνειδητοποίησα πως ο πλανήτης αυτός είναι φτιαγμένος από ψυχή.

«Δεν πρέπει να πιστεύουμε σε καμιά αλλη βεβαιότητα», λέω το ίδιο βράδυ στον Ρ. «Μόνο στη μαγεία. Κάνε αυτή τη υπόσχεση» του λέω. «Υπόσχομαι», λέει εκείνος και τότε αγκαλιάζω το μαξιλάρι με την ησυχία πως πια δεν χρειάζεται να τρέχω να προλάβω τον ήλιο πριν να δύσει. Δεν χρειάζεται να τρέχω να προλάβω πια τίποτα πριν να δύσει.

Back to top