Νίκος Οικονομόπουλος

Ο σπουδαίος Έλληνας φωτογράφος εστιάζει σε κείνο που συνηθίσαμε να χαρακτηρίζουμε ασήμαντο ή λεπτομέρεια. Σε κείνο δηλαδή που δεν έχει την δυναμική να αποτελέσει είδηση. Έχει όμως την δυναμική να περιγράψει τι μπορεί να σημαίνει ζωή!

images
Back to top

Είναι ο πρώτος Έλληνας που έγινε μόνιμο μέλος του πρακτορείου Μagnum. Το υπογραμμίζω στο βιογραφικό του. Τίποτα άλλο όμως δεν υπογραμμίζω. Και όχι επειδή δεν έχει σημασία. Μα επειδή δεν θέλω να κρατήσω σημειώσεις πριν τον συναντήσω. Θέλω να διατηρήσω καθαρή αυτή την περιέργεια που μου προκαλούν οι φωτογραφίες του. Μια περιέργεια να δω τι συμβαίνει έξω από το μαυρόασπρο τους κάδρο. Μια περίεργεια να φανταστώ τι αισθάνονται τα πρόσωπα που αποτυπώνει. Μια περιέργεια να γνωρίσω τον ίδιο και να μάθω τι τον έμαθε να κοιτάει γύρω του ό,τι συνήθως εμείς οι υπόλοιποι, προσπερνούμε…Γι’αυτό δεν σημειώνω τίποτα άλλο. Γράφω σε ένα κομματάκι χαρτί μόνο την διεύθυνση του. Και μπαίνω στον υπόγειο. Είναι σχεδόν μεσήμερι, είμαι για μια μόνο μέρα στην Αθήνα. Γι’αυτή ακριβώς την συνέντευξη.
Μου ανοίγει με ένα χαμόγελο. Εχει το στυλ του φωτογράφου ή τουλάχιστον έτσι τον φανταζόμουνα. Επιμελώς ατημέλητο. Και με μια ιδιαίτερη γοητεία. Το διαμέρισμα του είναι και το γραφείο του. Δεν μένει έτσι κι’αλλιώς πολύ εδώ. Ταξιδεύει…Μου φτιάχνει καφέ ενώ περιεργάζομαι το χώρο του. Ζεστός, συμπαθητικός με χρώματα (σε αντίθεση με το μαύρο και άσπρο των φωτογραφιών του). Σ’αρέσει; Με ρωτάει. Του γνέφω καταφατικά. «Μια χαρά την βρίσκω σ’αυτό το διαμέρισμα, μου ομολογεί. Θα μπορούσα ξέρεις νάχω ένα μεγάλο σπίτι, να φτιάξω ένα χώρο δικό μου, δεν είχα ποτέ τέτοια όνειρα, δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Άμα σε πάω μέσα στο δωμάτιο θα δεις είναι γεμάτο από βαλίτσες και φωτογραφίες. Εμένα με καλύπτει αυτό…» Μ’αρέσει που μιλάει έτσι χύμα. Δεν φαίνεται να τον νοιάζει να παίξει με τις εντυπώσεις. Είναι αυθόρμητος. Φιλικός. Σε κάνει αμέσως να αισθάνεσαι λες και είσαι μια φίλη που του έκανε επίσκεψη για καφέ. Τόσο που αισθάνομαι κάπως άβολα καθώς ανοίγω το μαγνητόφωνο λες και χαλάω την ατμόσφαιρα…Λοιπόν, τι θές να με ρωτήσεις πρώτα; με ρωτάει προλαβαίνοντας με. Έχει αράξει σε μια πολυθρόνα μπροστά από το κομπιούτερ του και γω απέναντι του σε ένα καναπέ που κοιτάζει προς το μπαλκόνι. Τι θέλω να τον ρωτήσω πρώτα λοιπόν…

…Ένα βιβλίο του σπουδαίου φωτογράφου Καρτιέ Πρεσόν, ήταν η αφορμή για να αρχίσει να το ψάχνει με την φωτογραφία. Όχι δεν είχε ακόμη καν γοράσει φωτογραφική μηχανή. Γιατί δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα γίνει φωτογράφος. Ήτανε πάντα ένα ανήσυχο μυαλό. Το έψαχνε δηλαδή. Του άρεσε να διαβάζει λογοτεχνία, λάτρευε την μουσική, ασχολείτο και με την πολιτική, αλλά με την φωτογραφία ποτέ. Μέχρι την μέρα που μετροφύλλησε εκείνο το βιβλίο. Και πάλι. Δεν μου λέει το στερεότυπο, ξέρεις τότε σκέφτηκα πως θέλω να γίνω φωτογράφος. Μου το εξηγά αλλιώς. «Το βιβλίο του Πρεσόν μου άνοιξε ένα καινούργιο παράθυρο στον κόσμο. Μου έκανε να καταλάβω πως η φωτογραφία μπορεί να είναι ένα μέσο έκφρασης και σαν τέτοιο να μπορείς να πάρεις χαρά από αυτήν, όπως παίρνεις από την λογοτεχνία ή από πολλά άλλα μέσα έκφρασης. Δεν σκέφτηκα ότι θέλω να γίνω φωτογράφος. Εκείνο που σκέφτηκα ήταν πως εκεί που αγόραζα δίσκους ή λογοτεχνικά βιβλία ήθελα πια να αγοράζω και φωτογραφικά βιβλία γιατί βλέποντας τα έπαιρνα χαρά. Δεν είχα καμμία παιδεία φωτογραφική. Την απέκτησα μέσα από αυτά τα βιβλία και έτσι κάποια στιγμή αγόρασα, χωρίς να το πολυσκεφτώ, και μια φωτογραφική μηχανή. Έχωντας όμως πια διαμορφώσει μια οπτική παιδεία…». Σηκώνεται και κατευθύνεται προς την βιβλιοθήκη του. Έχει ακόμα εκεί φυλαγμένο το βιβλίο του Πρεσόν. Θέλει να μου το δείξει. Σας επηρεάσε η δουλειά του; ρωτώ κάπως διστακτικά. Ναι, μου απαντά. Εκείνο που με ερεθίζει πολύ στο Πρεσόν είναι η δυνατότητα που σου δίνει να διαβάσεις μια εικόνα του με διαφορετικούς τρόπους. Σ’αυτό με επηρεάσε. Να βλέπεις κάτι δηλαδή και να μην είσαι απόλυτα σίγουρος τι θέλει να σου πει. Υπάρχει κάτι θολό εκεί. Άλλοι το λένε υπέρβαση του περιγραφόμενου θέματος». Εσείς πώς το λέτε; Δεν ξέρω πώς να το πω. Το μόνο που ξέρω είναι πως εκείνο που με ερεθίζει στη φωτογραφία είναι κάτι μαγικό. Είναι κάτι πέρα από κείνο που περιγράφει η ίδια η εικόνα ή η πραγματικότητα. Είναι κάτι άλλο στον άερα, μη συγκεκριμένο, μη χειροπιαστό, μη δηλωμένο με σαφήνεια». Έτσι θέλετε να διαβάζει κανείς τις φωτογραφίες σας; Προσπαθώ να συνεχίσω τον διάλογο εστιάζοντας σ’αυτό το σημείο που τον προκαλεί. «Για μένα έχει πολύ ενδιαφέρον όταν μια εικόνα εισπράττεται από διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικούς τρόπους και είναι όλοι τους εύστοχοι. Αυτό σημαίνει ότι βρήκαν το χώρο να προσαρμόσει ο καθένας την εικόνα στην δική του ζωή, στην δική του παιδεία και οπτική γωνία καταφέρνοντας να τον συγκινήσει μέσα από το δικό του τρόπο».

Οι φωτογραφίες του έχουν κρυφά πράγματα. Πρέπει δηλαδή να τις αισθανθείς γι’αυτό ακριβώς έχουν και μια περίεργη γοητεία. Δεν είναι δημοσιογραφικές, γι’αυτό και ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του φωτοδημοσιογράφο. Δεν είναι ούτε καλλιτεχνικές όμως με την αφηρημένη έννοια γιατί καταγράφουν μια πραγματικότητα. Δεν παιρνούν δημοσιογραφικές πληροφορίες, αυτό ποτέ δεν τον ενδιέφερε. Εκείνο που τον ενδιέφερε πάντα ήταν να περάσει στον θεατή πράγματα τα οποία εκείνος αισθάνθηκε ζώντας σε ένα χώρο, όσο ήταν αυτό δυνατό να γίνει. Πήγε στα Βαλκάνια την εποχή του πολέμου αλλά απέφυγε επιμιλώς να φωτογραφίσει τον πόλεμο. Άλλα πράγματα αναζητούσε. Ήθελε ουσιαστικά να γνωρίσει τα Βαλκάνια, να δει με ποιο τρόπο προσεγγίζει αυτό το χώρο που είναι η γειτονιά του, να μπορέσει να δεί την ψυχή δηλαδή των Βαλκανίων. Και όχι να κάνει μια κλινική περιγραφή της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα τον ενδιαφέρει. Αλλά σε κείνο που οι άλλοι μπορεί να θεωρήσουν ασήμαντο… «Το είδος της φωτογραφίας που κάνω τε΄νιει να ταυτιστεί ή να συγκριθεί μ’αυτό που λέγεται φωτοδημοσιογραφία. Το ένα κομμάτι δηλαδή που έχει να κάνει με την καταγραφή της πραγματικότητας συνορεύει με την φωτοδημοσιογραφία. Στην φωτοδημοσιογραφία είναι απόλυτα σαφες το σημαντικό από το ασήμαντο. Το σημαντικό είναι η είδηση. Το ασήμαντο δεν έχει καμμία είδηση. Οι φωτογραφίες μου έχουν να κάνουν με πράγματα ασήμαντα, κάτω από αυτό το πρίσμα.»

Για σας τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο (τολμώ να ρωτήσω με μια ανησυχία αν παίρνω την συζήτηση αλλού, σε ασαφή τοπία). Με το ίδιο χαλαρό του ύφος μου απαντάει πως είναι αρκετά επιφανειακή η προσέγγιση να θεωρεί κανείς σημαντικό κάτι που μπαίνει στην πρώτη σελίδα. «Αναρωτιέμαι αν στην ουσία του είναι σημαντικό. Και αναρωτιέμαι πια και τι έννοια δίνουμε στο σημαντικό. Αν δείς ένα δελτίο ειδήσεων πχ του Star είναι όλο για να το πετάξεις στα σκουπίδια. Γιατί μας έχει επιβληθεί να το θεωρούμε σημαντικό δεν έχω καταλάβει. Άρα είναι απόλυτα σχετική η έννοια του σημαντικού και του ασήμαντου». Και αυτός ο διαχωρισμός εξαρτάται από τις βασικές αρχές ενός ανθρώπου. Από το τι έχει βιώσει και το πώς τα έχει διυλίσει μέσα του στα χρόνια. Ο ίδιος το ομολογεί και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω.

Φέρνει ακόμα ένα φλυτζάνι καφέ. Στο ενδιάμεσο με ρωτάει διάφορα, σαν ένα μικρό διάλλειμα. Για την Κύπρο, θυμάται το ταξίδι που είχε κάνει το 1997, με ρώτάει τι κάνουν οι φίλοι του Αχιλλέας και Μαρία, θέλει να ξανάρθει στην πράσινη γραμμή, του εξηγώ πως είναι τώρα, αρχίζω τις δικές μου περιγραφές. Συνειδητοποιώ ότι παρασύρομαι και επιστρέφω σ’αυτόν και στα δικά του ταξίδια. «Ταξιδεύοντας με μια φωτογραφική μηχανή ουσιαστικά έχεις ένα άλλοθι για να προσεγγίζεις τον κόσμο, πιο οουσιαστικά. Να προσέξεις δηλαδή περισσότερο τους ανθρώπους ή τα πράγματα που συναντάς σε ένα ταξίδι». Τι σημαίνει πιο ουσιαστικά; Μου εξηγά: Σημαίνει ότι αναγκάζεσαι να πειθαρχήσεις σε μια προσπάθεια σχέσης με τους ανθρώπους. Γιατι πρέπει να διαπραγματευτείς πράγματα έστω και με τα μάτια σου. Αυτή η σχέση είναι πιο ουσιαστική. Κερδίζεις πράγματα τα οποία χωρίς την φωτογραφική μηχανή ενδεχομένως να μην τα πρόσεχες. Εκφράσεις ανθρώπων, συμπεριφορές, χειρονομίες…». Διερωτώμαι αν αυτή την ματιά σου την δίνει ο φακός ή αν πρέπει να την έχεις ήδη καλλιεργήσει. «Δεν ξέρω…Για μένα είναι ένας τρόπος επικοινωνίας. Έτσι αντιλαμβάνομαι την φωτογραφία.» Διερωτώμαι αν η ανάγκη του γι’αυτή την επικοινωνία ήταν εκείνο που ουσιαστικά τον έκανε να αρχίσει να φωτογραφίζει. Χαμογελάει. Δεν είχα ποτέ ιδιαίτερο πρόβλημα επικοινωνίας με τους ανθρώπους, μου λέει με χιούμορ. Και μετά συνεχίζει: Όταν κρατάς μια φωτογραφική μηχανή παρατηρείς αλλιώς. Πιο βαθειά. Πιο πειθαρχημένα. Όταν δεν κρατάω την μηχανή προσωπικά κοιτώ πιο επιφανειακά. Ενώ αντίθετα αυτή η σχέση μου με τους ανθρώπους σε κάθε επίπεδο, σε επίπεδο γλώσσας, ματιάς, αισθήσεων, σώματος, ψυχής είναι πιο έντονη. Γι’αυτό λέω ότι η φωτογραφία για μένα λειτουργεί σε ένα επικοινωνιακό επίπεδο. Κι’αυτή είναι και η κινητήριος μου δύναμη. Κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή συγκινούμαι πιο εύκολα, έχω πιο έντονα συναισθήματα από ένα τόπο, από τους ανθρώπους του, από τις συμπεριφορές τους. Λειτουργώ πιο ανθρώπινα κι’αυτό δεν μπορεί παρά να είναι κέρδος. Σε κάνει πι οανοιχτό απέναντι στα πράγματα. Εσύ δεν έχεις φωτογραφική μηχανή όταν ταξιδεύεις;» Με αιφνιδιάζει η ερώτηση του και ευτυχώς δεν περιμένει απάντηση απλώς θέλει να μου υποδείξει πως ο καθένας έστω και υποσυνείδητα έχει αυτή την ανάγκη. Διαφωνώ. Αισθάνομαι ότι ο λόγος που συχνά κουβαλάμε μια φωτογραφική μηχανή δεν είναι η ανάγκη να παρατηρήσουμε γύρω μας πιο ουσιαστικά αλλά η ανάγκη να νικήσουμε το χρόνο. Να κρατήσουμε κάτι από αυτό που ήδη έχει φύγει. Του το λέω έτσι όπως το σκέφτομαι. Δεν διαφωνεί. Εκείνος ωστόσο, μου διευκρινίζει ότι ποτέ δεν αισθάνθηκε αυτή την ανάγκη να νικήσει το χρόνο. Ιδιοσυγκρασιακά ήταν πάντοτε ο τύπος που ήθελε να ζει έντονα την στιγμή. Δεν νοιαζότανε ποτέ για ενθύμια, νοιαζότανε να ζήσει έντονα. Είχε πάντα μια περιέργεια, το παραδέχεται. Και ναι την θεωρεί σημαντικό προσόν για ένα άνθρωπο αν και ομολογεί πως δεν είναι πια σίγουρος αν η περιέργεια σε κάνει πιο ευτυχή…» Μάλλον όχι, συμπληρώνω και του δίνω αφορμή για να μου τονίσει πως εκείνος δεν θα άλλαζε με τίποτα στην ζωή του αυτή την δυνατότητα της επικοινωνίας που έχει μέσω της φωτογραφικής του μηχανής. Το βλέπω στο βλέμμα του ότι το εννοεί. Και στο τόνο της φωνής του που γίνεται πιο έντονος και παθιασμένος. «Οι καλές φωτογραφίες είναι πάντοτε εξαιρετικοί οργασμοί. Έτσι τους βιώνω εγώ. Όταν ξέρεις ότι την στιγμή εκείνη έκανες μια καλή φωτογραφία…Ναι συνήθως το ξέρεις γιατί συντρέχουνε κάποια δεδομέα που τα αισθάνεσαι, πιθανόν να μην μπορείς να τα περιγράψεις μετά ή πριν ποια είναι αλλά τα αναγνωρίζεις σε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου ότι συντρέχουνε. Και όταν αυτό γίνει τότε εκείνη η φωτογραφία είναι πραγματικά μια κορύφωση, μια λάμψη. Σε επίπεδο φυσικό ένας οργασμός σε επίπεδο ψυχικό μια λάμψη…».
Τον ζηλεύω που τα περιγράφει με τόσο πάθος. Διερωτώμαι παρακολουθώντας τον αν αυτό το πάθος είναι το συστατικό τελικά του ταλέντου. «Ταλέντο έ; Εγώ πιστεύω πως είναι ένα πράγμα που σου επιτρέπει να φανατίζεσαι, να παθιάζεσαι και άρα να δίνεις πολύ ενέργεια σε κάτι. Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί νάναι. Εγώ δεν ένιωσα ότι έχω ταλέντο. Εκείνο που ένιωσα είναι ένα τεράστιο πάθος. Σχεδόν σαν μονομανία.»

Ανοίγει το κομπιούτερ του. Συνεχίζει να μου μιλάει και την ίδια ώρα ψάχνει φωτογραφίες να μου δώσει. Τις κοιτάω ακόμη μια φορά. Αυτές που τώρα κοιτάτε και σείς…Του ζητάω να μου περιγράψει μερικές στιγμές… «Δεν είμαι ξέρεις από κείνους που φωτογραφίζουν πολύ γρήγορα. Θέλω να ζήσω κάτι όσο πιο πολύ γίνεται. Είχα πάει θυμάμαι στην Υεμένη και είχα μείνει δύο βδομάδες σε ένα στρατόπεδων προσφύγων από τη Σομαλία. Πήγαινα κάθε μέρα από τις εννιά το πρωί μέχρι τις έξι το απόγευμα σε κείνο το στρατόπεδο. Στο ίδιο χρονικό διάστημα πέρασαν από το στρατόπεδο 15 τηλεοράσεις οι οποίες έμεναν εκεί μια ώρα έπαιρναν τα πλάνα τους και έφευγαν. Πέρασαν άλλοι 15 δημοσιογράφοι κάθοταν εκεί 3-4 ώρες και φεύγανε. Εγώ ήμουνα εκεί. Ήθελα να ζήσω το χώρο. Δεν ήθελα να είμαι πιεσμένος.δεν λειτουργώ έτσι. Θέλω να χάσω χρόνο μ’αυτή την έννοια. Αν έπρεπε να παρομοιάσω τον εαυτό μου με κάποιο ζωο θα σουλεγα πως είμαι σαν σκύλος αδέσποτος στο δρόμο. Πάω κάπου χωρίς λόγο. Εμένα αυτό το χωρίς λόγο είναι που μου βγάζει πράγματα. Και οι πιο καλές φωτογραφίες που έχω κάνει έτσι έχουν γίνει. Όχι κατόπιν σκέψεως, παραγγελίας αποφάσεων ή μεθόδου. Συνήθως εκεί δεν αποδίδω γιατί θέλω τον χρόνο μου.»

Σαν αδέσποτος σκύλος λοιπον. Το κρατάω αυτό γιατί μ’αρέσει. Και γιατί όση ώρα μιλάμε αυτή την αίσθηση μου έχει αφήσει. Ενός ανθρώπου που γυρνάει παρατηράει χωρίς να μοιάζει να τον κυνηγάει ο χρόνος. Αφήνεται στις μυρωδιές, αλλάζει πορεία όταν βρει κάτι ενδιαφέρον και του αρέσει νάναι έτσι στους δρόμους ελεύθερος. Κάνουμε μια μικρή διακοπή κι’υστερα τον ρωτάω πως τον αποδέχονται οι ανθρώποι που φωτογραφίζει. Μου λέει ότι έχει μια ευκολία στο να γίνεται αποδεκτός. Και πως το εξηγεί; «Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω καλές προθέσεις κι’αυτό το πιάνουν με τις κεραίες τους οι ανθρώποι. Δηλαδή αναγνωρίζουν ότι είμαι εκεί όχι για να τους εκμεταλλευτώ ούτε για να τους χρησιμοποιήσω. Είμαι εκεί γιατί με ενδιαφέρει αυτό που συμβαίνει. Με ενδιαφέρει με μια θετική ενέργεια. Κι’αυτό βγαίνει με ένα τρόπο. Έχει πιστεύω να κάνει με την όποια τιμιότητα έχει ο καθένας από μας όταν είναι απέναντι στην δουλειά του…». Μου ομολογεί ότι μέσα από τη νφωτογραφία παίρνει χαρά αισθάνεται ισορροπημένος. Αυτή τη χωρίς λόγο φωτογραφία όπως την αποκαλει. Αισθάνεται ελεύθερος. Δεν ξέρει αν έχει καταφέρει πολλά εκείνο που ξέρει σίγουρα, λέει, είναι πως υπήρξε ειλικρινής μ’αυτό που ήθελε να κάνει και συμπτωματικά του το αναγνωρίσανε κι’αλλοι. Θα μπορούσε να μην είχε γίνει έτσι. Ναι αισθάνεται τυχερός. Ταξίδεψε σε περισσότερο από εξήντα χώρες φωτογραφίζοντας. Και μέσα από αυτά τα ταξίδια γύριζε πάντα με το ίδιο ακλόνητο συμπέρασμα. Ότι οι άνθρωποι είναι παντου οι ίδιοι. Εντελώς οι ίδιοι. «Δεν λέω κάτι καινούργιο. Είναι εντελώς κοινοτυπία αλλά πραγματικά με έχει εντυπωσιάσει πόσο οι ίδιοι είναι οι άνθρωποι στα μήκη και στα πλάτη του κόσμου. Πόσο τις ίδιες ανάγκες έχουνε. Και πως τα βασικά τους χαρακτηριστικά είναι όμοια. Γι’αυτό και δεν μπορώ να αντιληφθώ πως μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι ρατσιστές. Δεν μπορώ να το καταλάβω ούτε λογικά ούτε συναισθηματικά. Αυτό ήτανε λοιπόν ένα από τα βασικά που έμαθα. Όπως επίσης έμαθα να παίρνω χαρά από πολύ μικρά πράγματα. Παίρνω μικρές χαρές. Να βγει ο ήλιος δηλαδή και νάναι ο καιρός υπέροχος και γω να γυρνάω στους δρόμους. Αυτό μου αρκεί. Δεν θέλω πολλά για να ζω…»

Συνεχίζει να μιλάει και να διαλέγει φωτογραφίες. Με ρωτάει ποιες μ’αρέσουν κι’αντί για απάντηση προτιμώ να τον ρωτήσω αν κάθε φορά που κοιτάει φωτογραφίες του βλέπει και τον εαυτό του μέσα. «Ναι σίγουρα. Οι φωτογραφίες που επιλέγω για να δείξω είμαι εγώ. Έχω δεί βέβαια κάποιες διαφορες στο καιρό όχι τόσο έντονες για νάναι προφανείς». Τι διαφορές; «Όταν πρωτοάρχισα ήμουνα πιο απόλυτος σαν στάση ζωής. Όσο περνάνε τα χρόνια γίνομαι πιο ευελικτος. Έχει να κάνει ίσως με την ηλικία ή με το ότι έκανα παιδιά. Τα παιδιά σε μαλακώνουν με ένα περίεργο τρόπο. Πίστεψε το. Νομίζω οι πιο παλιές μου φωτογραφίες είχανε μια περίεργη δύναμη η οποία ήταν αποτέλεσμα της απολυτότητας μου. Η ζωή μας προχωράει όμως και μεις αλλάζουμε, όχι ριζικά αλλά μαλακώνουμε. Γινόμαστε με λιγότερες κόντρες και λιγότερες αντιθέσεις ίσως και με λιγότερο πάθος. Αρχίζει νάναι μικρότερο το ποσοστό του πάθους αλλά βελτιώνεται έτσι η τρυφερότητα. Είναι λίγο διαφορετικά…»

Είναι πια και λίγο αργά…Έχει περάσει η ώρα. Κινδυνεύω να χάσω την πτήση μου. Του λέω πως μ’αρέσει αυτό με την τρυφερότητα και το πάθος. Να το κρατήσουμε σαν επίλογο. Εκείνος χαμογελάει. «Δεν μου αρέσει να λέω βαρύγδουπα πράγματα. Προτιμώ να μιλώ πιο καθημερινά. Να κρατάω αν θες μικρό καλάθι. Χαρακτήρισα τον εαυτό μου πριν σαν ένα αδέσποτο σκυλί που περνάει, χαζεύει τον κόσμο και έχει χαρά γι’αυτό που κάνει. Έτσι είμαι και γω. Έχω χαρά. Δεν είμαι μίζερος, ούτε μελαγχολικός. Τίποτα από όλο αυτά. Εχω σχετικές ισορροπίες. Και παίρνω χαρα από αυτή την ψιλοαλητεία…Τίποτα άλλο. Μόνο αυτό». Μόνο αυτό!

Back to top