Στην δύση της ζωής του

"Θα πάς να ψηφίσεις"  τον ρώτησα. "Ούτε με απειλή περιστρόφου" μου απάντησε και σιώπησε ξανά.

images
Back to top

Τον βρήκα να κάθεται στην ίδια πολυθρόνα. Εκείνη την κόκκινη που την έχει τοποθετημένη απέναντι από την τηλεόραση. Κάπνιζε την πίπα του ενώ στο τραπέζάκι δίπλα του είχε καμμιά δεκαριά άδειους αναπτήρες. Στην τηλεόραση έπαιζε μια παλιά ελληνική ταινία. «Γιατί δεν βάζεις καμμιά ενημερωτική εκπομπή να δούμε τους υποψηφίους;» του λέω, εκείνος δεν απαντάει, σπάνια μιλάει πια για την επικαιρότητα, κάποτε έγραφε γι’αυτήν καθημερινά, κάποτε η υπογραφή του ήταν σημείο αναφοράς της σοβαρής πολιτικής δημοσιογραφίας. «Τις προάλλες έψαχνα τις παλιές εφημερίδες», του λέω, εκείνος συνεχίζει να μην ανταποκρίνεται, «βρήκα τις συνεντεύξεις που έκανες στο Ντενκτάς, το 1968, θές να στις φέρω» ρωτάω, «να τις έχεις φυλαγμένες», «όχι» μου απαντάει, «δεν χρειάζεται» και δεν ξέρω τί ακριβώς εννοεί, δεν ξέρω δηλαδή σε τί πιά βρίσκει κάποια χρησιμότητα. «Γιατί δεν γράφεις;» του λένε συχνά φίλοι και παλιοί του αναγνώστες. «Κουράστηκα» απαντά αλλά δεν είναι αυτή η αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως το βρίσκει μάταιο και παρότι δεν το ομολογεί το αναγνωρίζω στο βλέμμα του κάθε φορά που προσπαθώ να τον προκαλέσω σε μια πολιτική συζήτηση. Δεν λέει καν την άποψη του, με παρατηρεί με ένα ύφος το οποίο δεν προδίδει αδιαφορία, ούτε και παραίτηση, αλλά αποστροφή.

Μια ζωή μόνο για πολιτικά μιλούσε ακόμα κι’αν η συζήτηση δεν είχε να κάνει, εκείνος έβρισκε τον τρόπο να γυρίσει την κουβέντα στην πολιτική, σε βαθμό που κάποιες φορές καταντούσε κουραστικό. Δεν το έκανε από εμμονή αλλά μια ρομαντική θάλεγα πεποίθηση πως αυτός ο τόπος αξίζει περισσότερα. Κάποτε έγραφε τις ομιλίες πολιτικών αρχηγών. Κάποτε ήταν αναμεμειγμένος ενεργά στο κόμμα. Κάποτε ύψωνε τον τόνο της φωνής του και γινόταν αντιπαθής για τις πολιτικές του τοποθετήσεις. Και τώρα; Κάθεται στην κόκκινη πολυθρόνα και αποφεύγει την επικαιρότητα. Στην δύση της ζωής του δεν έχει πιά την διάθεση να δίνει ελαφρυντικά, ούτε και να ανέχεται την «αμορφωσιά» όπως την αποκαλεί των πλείστων πολιτικών μας. Στην δύση της ζωής του προτιμά να θυμάται και να απαγγέλει φωναχτά τους στίχους του Μόντη και να αφηγείται τους περιπάτους του με τον Διαμαντή στο περίβολο της Αγίας Παρασκευής. Και όταν του τελειώνουν οι στίχοι και οι νοεροί περιπάτοι προτιμά την σιωπή, μια βαριά σιωπή, μια σιωπή σαν βαρίδι δεμένο στα γερασμένα του πόδια και υπαίτιο-υποθέτω- της βραδυκινησίας του. «Γιατί φτάσαμε σ’αυτή την κατάντια;» τον ρωτάω όχι τόσο γιατί προσδοκώ σε μια απάντηση, όσο γιατί θέλω να μάθω ποιές διαψεύσεις τον βαραίνουν προσωπικά. Εκείνος ωστόσο επιλέγει και πάλι την σιωπή υποδεικνύοντας μου πώς μόνο όταν φτάσω στην ηλικία του θα μπορέσω ίσως να κατανοήσω τί πάει να πεί να μην έχεις ούτε το χώρο ούτε το χρόνο να ανέχεσαι την πολιτική υποκρισία σαν συστατικό της πολιτικής πρακτικής και εν τέλει της ιστορίας μας. Στην δύση της ζωής του δεν υπάρχει κανένας από όλους αυτούς που στρογγυλοκάθονται στις επικαιρικές εκπομπές προασπιζόμενοι το κόμμα και την υποψηφιότητα τους, να τον πείσουν πως αξίζει τον κόπο να σηκωστεί από την κόκκινη πολυθρόνα. Γιατί έχει ζήσει πολλά και έχει κατανοήσει άλλα τόσα τα οποία δεν του επιτρέπουν να δίνει ελαφρυντικά στην απουσία της ηθικής και στην συγκάλυψη της πολιτικής ανηθικότητας. «Θα πάς να ψηφίσεις;» τον ρώτησα. «Ούτε με απειλή περιστρόφου» μου απάντησε και σιώπησε ξανά. Και αυτή η δήλωση αποχής όταν προέρχεται από ένα άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται στην δύση της ζωής του και ο οποίος για όλη του την ζωή ήλπιζε πως θα καταφέρναμε κάποτε να φανούμε αντάξιοι των στίχων του Μόντη, δεν μεταφράζεται σαν μια οποιαδήποτε αποχή. Μεταφράζεται σαν ενοχή. Μια ενοχή που βαραίνει όλους τους πολιτικούς που αγνοούν πως είναι υπόλογοι απέναντι σε ανθρώπους που βρίσκονται στην δύση της ζωής τους. Και οι οποίοι δεν έχουν πλέον το χρόνο να ανεχτούν οποιοδήποτε τους κοροιδεύει την ίδια την ζωή.

Back to top