Την λέγανε Ελένη

Δυό ταξίδια έκανε όλα κι’ολα στην ζωή της. Το πρώτο για να παντρέψει την κόρη της, το δεύτερο για να της πούνε οι γιατροί πως έφτασε το τέλος.

images
Back to top

Δυό ταξίδια έκανε όλα κι’ολα στην ζωή της. Το πρώτο ήτανε στην Βηρυτό, για να παντρέψει την μάνα μου, δηλαδή την κόρη της. Και το δεύτερο στην Αγγλία για να της πούνε οι γιατροί πως δεν της μένει πολύς καιρός ζωής. Στην Βηρυτό είχε φορέσει τα καλά της, έφτιαξε και τα μαλλιά της όπως τα φτιάχνανε τότες οι στάρ του σινεμά. Της άρεσε το σινεμά, της άρεσε να πηγαίνει τις Κυριακές μετά την εκκλησιά, πίστη και μαγεία, έβρισκε τον τρόπο να τις συνδυάζει και να ισορροπεί στα ζόρια της. Στην Αγγλία δεν της είχανε μείνει μαλλιά, δεν είχε τί να χτενίσει παρά μόνο μια περούκα με ανταύγειες γκρίζες και λευκές που δεν της άρεσε. Ποτέ δεν της αρέσανε τα ψεύτικα, ούτε και τα επέλεγε προκειμένου να αποσιωπήσει τις αλήθειες της.

Ντόπρα γυναίκα, έτσι την ξέρανε στην γειτονιά, μια γειτονιά που τότες συμπύκνωνε  όλες τις αντιφάσεις μιας πόλης που αγωνιζόταν να αποκτήσει ταυτότητα. Το σπίτι της ήτανε ακριβώς απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, πλάι σε ένα μικρό κήπο, στον οποίο συνήθιζε να κάνει τις πρωινές του βόλτες ο Μακάριος. Ανταλλάζανε συχνά καλημέρες, την καλημέρα της, έτσι κι’αλλιώς, την χαρίζε απλόχερα, γιατί είχε την πεποίθηση πως οι άνθρωποι πρέπει να εύχονται ο ένας για τον άλλο τα καλύτερα. Γυναίκα μεγαλωμένη μέσα στο παζάρι, μόνη της κουμάνταρε το μαγαζί του άντρα της (ένα μαγαζί με ξηρούς καρπούς στην οδό Ερμού), όταν εκείνος πια είχε ξανοιχτεί σε άλλες δουλειές. Εκείνο που δεν κατάφερνε να κουμαντάρει ήτανε τα πάθη του, γυναίκες, φοράδες και πράσινη τσόχα, ένας συνδυασμός που την έφερνε συχνά μπροστά στα εικονοστάσια να παρακαλάει το θεό να τον συνετίσει. Την αγαπούσε ωστόσο με ένα δικό του τρόπο και κείνη τόξερε, πως το είχε ανάγκη το δικό της χαλινάρι, γι’αυτό όταν έπεφτε στα πόδια της και της ζητούσε άφεση αμαρτιών, εκείνη του χαίδευε τα γεμάτα μπριγιαντίνη μαύρα μαλλιά του και του έλεγε πως “ο Θεός είναι μεγάλος”. Και μένα μου τόλεγε, συχνά, πως ο θεός είναι μεγάλος, τότε που μικρή περνούσα τα καλοκαίρια μου στο σπίτι της. Δεν καταλάβαινα τί εννοούσε, ούτε κατά πόσο αναφερόταν στην ηλικία ή στο μέγεθος του, αλλά όπως και νάχε μου ήταν εξίσου δύσκολο να υποψιαστώ πού θα μου χρησίμευε η βεβαιότητα της. Μου άρεσε όμως να την ακούω να το λέει, όπως μου άρεσε να την βλέπω να μαγειρεύει μέσα στις μεγάλες της κατσαρόλες μυρωδάτα φαγητά και να τα πηγαίνει βόλτα μετά στην γειτονιά για να τα μοιράσει στις…κοπέλες. Οι κοπέλες ήταν δύο πουτάνες που μένανε στο παραδίπλα στενό. “Τί να σου κάνουνε κι’αυτές οι κακόμοιρες”, έλεγε και τους γέμιζε τα πιάτα με ντολμάδες και κεφτεδάκια. Δεν ήξερα τί εννοούσε γιατί δεν ήξερα τί πάει να πει κακιά μοίρα, ούτε και πόσο συχνά θα την συναντούσα μετέπειτα, να παιδεύει τα όνειρα των ανθρώπων.

Αγαπούσε τους ανθρώπους, δεν τους ξεχώριζε, δεν τους έκρινε και όσο σκληρή κι’ αν ήταν κάποιες φορές η δική της πραγματικότητα, έβρισκε πάντα τον τρόπο να βγάζει από μέσα της αποθέματα τρυφερότητας και να τους τα χαρίζει. Μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως αυτό ήτανε ένα ταλέντο, ένα ταλέντο σπάνιο, που δεν ξέρω άν τόχε έμφυτο ή αν τόχε επεξεργαστεί, δεν έχει δα και τόση σημασία. Εκείνο που έχει σημασία ήταν πως μ’αυτή την αγάπη και το μοίρασμα ράντιζε τις μέρες της και έτσι δεν τις άφηνε ποτέ να στεγνώσουν από χρώματα.

Τα αγαπούσε τα χρώματα γι’αυτό συνήθως τα φουστάνια της ήτανε λουλουδάτα. Και τις γεύσεις τις αγαπούσε γι’αυτό και τα μεσημέρια τάνιωθε ιερά. Είχε ένα γαλάζιο βλέμμα, καθαρό γαλάζιο, τόσο καθαρό που πολλές φορές αναρωτιώμουνα μήπως ο ουρανός της δάνεισε το χρώμα του, γιατί της άξιζε να ξεκουράζει τα βλέφαρα της μέσα στην μεγαλοσύνη του.

Άκομα και την φορά που γύρισε από την Αγγλία το βλέμμα της δεν είχε ξεθωριάσει. Ίσως γι’αυτό δεν τόχα καταλάβει πως το δικό της ταξίδι πλησιάζε στο τέλος του. Εκείνη το ήξερε, κανένας δεν της τόχε ονοματίσει, ποτέ της όμως δεν περίμενε από τις λέξεις να τις φανερώσουνε αλήθειες. Ήξερε να τις ανιχνεύει με το ένστικτό της, δεν ξέρω πώς τόκανε αυτό, ούτε και τί της έμαθε να του δείχνει τυφλή εμπιστοσύνη. Ίσως νάτανε το μοίρασμα με τους ανθρώπους, ίσως νάτανε και η βαθειά της πίστη στην σοφία του ουρανού. Πολλές φορές διερωτήθηκα άν και την ώρα που “έφευγε” πίστευε ακόμα πως ο Θεός είναι μεγάλος. Της κρατούσα θυμάμαι το χέρι και ένιωθα σε όλο μου το σώμα την ζεστασιά της παλάμης της. Αυτή την ζεστασιά την αισθανόμουνα για χρόνια, κάθε φορά που αντί να περιμένω τον ήλιο να βγεί ξανά, επέλεγα να μετρώ γκρίζα σύννεφα.

Βρήκα το διαβατήριο της πριν κάτι μέρες σε ένα από τα συρτάρια της μάνας μου, μαζί με άλλα δικά της αντικείμενα: Ένα μικροσκοπικό χρυσό ρολόι, ένα μενταγιόν με χαραγμένο το όνομα της και κάποιες φωτογραφίες της, μερικές από το ταξίδι στην Βηρυτό κι’ άλλες από οικογενειακές συνάξεις. Καμία από το ταξίδι στην Αγγλία, ούτε και από την γκρίζα περούκα της. Μου φάνηκε περίεργο που ενώ είχα ανοίξει τόσες φορές εκείνο το συρτάρι ποτέ δεν είχα δει το διαβατήριο. “Ίσως τώρα νάτανε η ώρα” σκέφτηκα παρατηρώντας την φωτογραφία της, η οποία παρότι μαυρόσπαρη είχε την αύρα του γαλάζιου βλέμματος της. Ίσως άν τόβρισκα πιο πριν να μην είχε την ίδια αξία, και εννοώ στους συνειρμούς που θα μου προκαλούσε και στην κατανόηση των κυκλικών συνειδητοποιήσεων. Έπρεπε προφανώς να γεμίσω πρώτα το δικό μου διαβατήριο με ένα σωρό σφραγίδες ώστε να συναντήσω την ουσία των δύο δικών της.

Όσα ταξίδια δεν έκανε εκείνη, τάκανα εγώ για πάρτι της και ήτανε μάλιστα πολλές οι φορές που σ’αυτές τις περιπλανήσεις μου την αισθανόμουνα πλάι μου. Όταν παρατηρούσα τους θυμωμένους ωκεανούς περιμένωντας πότε θα ησυχάσουν αλλά και όταν παρατηρούσα τους ανθρώπους να περιπλανιώνται ψάχνοντας πώς να ησυχάσουν τις ζωές τους. Την ένιωθα και κάθε φορά που σύστηνα τον εαυτό μου, το όνομα μου έτσι κι’αλλιώς σε κείνη το χρωστούσα. Όπως χρωστούσα κι’άλλα πολλά, τα οποία, όσο ζούσε, δεν ήμουνα σε θέση να κατανοήσω πως συνέθεταν μια πολύτιμη παρακαταθήκη.

Πόσο λίγο γνωρίζουμε τους ανθρώπους μας, σκέφτηκα, ενώ μετροφυλλούσα το διαβατήριο της και τις άδειες του σελίδες. Και πόσο εσφαλμένα διατηρούμε την βεβαιότητα πως τους ξέρουμε απλά και μόνο γιατί είναι δικοί μας ανθρώποι. Όταν όμως πια φύγουν, μαζί τους θάβουμε και ένα σωρό ερωτήσεις που θάπρεπε να είχαμε κάνει, αλλά δεν τις κάναμε γιατί αγνοούσαμε ή επιλέγαμε να αγνοούμε πως μέσα στις απαντήσεις τους, είναι που κατοικεί και η αλήθεια της δικής μας ζωής. Μακάρι να την είχα ρωτήσει πως έμαθε να κοιμάται μέσα σε γαλάζιους ύπνους. Και πώς έμαθε να ξυπνά χαρίζοντας απλόχερα της καλημέρες της. Γιατί πια το ξέρω. Πώς ξόδεψα πολλά χιλιόμετρα σε χώρες μακρινές και λιγότερο μακρινές για να ανακαλύψω αυτό που για κείνη ήτανε ήδη μια βιωμένη αλήθεια. Πως όσο κι’αν γεμίσεις το διαβατήριο σου με σφραγίδες μία είναι εκείνη που σε κρατάει ζωντανό μέχρι το τέλος του ταξιδιού. Η σφραγίδα της βαθειάς σου πίστης στο καθαρό γαλάζιο του ουρανού.

 

Back to top