Bangkok

Λέω να κάνω μια βόλτα. Ίσως περπατήσω μέχρι εκείνο το δρόμο που μαζεύονται οι backpackers. Πίνουν μπύρες στους δρόμους και γοράζουνε τηγανητό κοτόπουλο από τα καροτσάκια στο πεζοδρόμιο.

images
Back to top

Ο ταξιτζής δεν μιλούσε λέξη αγγλικά. Με ρώτησε κάτι δεν κατάλαβα και κείνος λύθηκε στο γέλιο. Έτσι την βγάλαμε την διαδρομή από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο. Με γέλιο και χαμόγελα.

Εγώ νύσταζα αλλά δεν ήθελα να κλείσω τα μάτια μου. Έβγαλα τα μπουφάν το πέρασα στην μέση και άνοιξα το παράθυρο για να νιώσω το καλοκαίρι. Εδώ είναι καλοκαίρι. Εδώ είναι και πέντε ώρες πιο μπροστά. Εδώ είναι αλλιώς. Δεν ξέρω πως. Θα σου πω σε λίγους μήνες.

Τώρα βρίσκομαι στον 26ο όροφο ενός πανάκριβου ξενοδοχείου. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι αυτή την περιπέτεια θα την άρχιζα με ένα δώρο. Και έτσι φόρεσα την λευκή ρόμπα, έβαλα τις λευκές παντόφλες και άπλωσα στην πολυθρόνα δίπλα από το τεράστιο παράθυρο για να κοιτώ τον ποταμό της Μπανγκόκ, σε ένα κτίριο λίγο πιο κάτω από τον ουρανό. Ή τουλάχιστον έτσι το αισθάνομαι.

Ο ουρανός σήμερα είναι γκρίζος, οι ουρανοξύστες μοιάζουν πιο πολύ σαν τεράστιες σκιές, μα ο ποταμός είναι πράσινος και οι βάρκες που τον διασχίζουν είναι μικρές χρωματιστές, διάφορα χρώματα, σαν παιγνίδια. Δεν ήξερα πως μπορώ να κάθομαι με τις ώρες να κοιτώ τις βάρκες που πηγαινοέρχονται σε ένα ποταμό. Δεν ήξερα πως ο χρόνος μπορεί και να κυλά έτσι.

Να προσέχεις, μούπε η μάνα μου στο τηλέφωνο. Να μην σκέφτεσαι τίποτα, μόνο να προσέχεις και να κάνεις αυτό που θες. Έκλεισα το τηλέφωνο και συγκινήθηκα. Ίσως φταίει που είμαι πιο ευαίσθητη αυτές τις μέρες. Ίσως όμως να μην λέγεται τελικά αδυναμία, που έκλαψα, μα μια δύναμη να ξεχωρίζω πια ποιοι ανθρώποι μου αφήνουν χώρο και χρόνο να είμαι ο εαυτός μου. Κι’ αυτό είναι πολύτιμο.

Έχει ήδη αρχίσει να νυχτώνει εδώ και είναι πολύ πιο ωραίο να σου περιγράφω τον ποταμό και τις βάρκες που τώρα έχουν ανάψει τα φωτάκια τους και μοιάζουν σαν ταινία.

Λέω να κάνω μια βόλτα. Ίσως περπατήσω μέχρι εκείνο το δρόμο που μαζεύονται οι backpackers. Πίνουν μπύρες στους δρόμους και γοράζουνε τηγανητό κοτόπουλο από τα καροτσάκια στο πεζοδρόμιο. Εκεί είναι και η νυχτερινή υπαίθρια αγορά και πιο πέρα τα μπαρ και τα κλάπ της πόλης. Μιας πόλης που όταν νυχτώσει μοιάζει με Λούνα Πάρκ. Χαμογελαστοί Ταυλανδοί σε προσκαλούνε να δεις σέξ σόου με το ίδιο ύφος που θα σε προσκαλούσε και ένα παιδάκι να ανεβείς μαζί του στο roller coaster. Τίποτα δεν σου αφήνει την αίσθηση του κρυφού, του υπόγειου, του μυστήριου μα όλα όσα γίνονται  θα τα καταχωρούσαμε στα κρυμμένα. Εδώ δεν τα καταχωρούνε πουθενά. Χαμογελάνε δυνατά και τρώνε τηγανιτές ακρίδες για να ηρεμήσουνε από τα χάνγκ όβερ.

Κι’ υστερα η μέρα ξεκινά πάλι. Δίπλα και πέρα από το ποτάμι. Με τον θόρυβο από τα τουκ-τουκ και την εικόνα του βασιλιά να εμφανίζεται σε κάθε γωνιά της κάθε γειτονιάς. Δεν ξέρω πού θα με πάει αυτή η βόλτα σε τούτο το παράξενο λούνα πάρκ. Μα είμαι διαθετειμένη να το ανακαλύψω. Γιατί οι βάρκες που πηγαινέρχονται στολισμένες στον ποταμό κάτω από ουρανοξύστες που φωτίζουνε τη νύχτα με κάνουν να νιώθω ξανά παιδί. Όχι με αθωότητα. Αλλά αθώα.

Θα σου γράψω ξανά σύντομα. Αύριο φεύγω από την Μπανγκόκ. Πάω για άλλα ποτάμια…

 

 

Back to top