A friend request

Περιμένωντας μια ώρα στο οδόφραγμα του Λιμνίτη γυρνώ το τροχό μιας τύχης.

images
Back to top

«Εβέντ καρτάsh» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
«Δεν μπορεί να έρτει τώρα» μου ανακοίνωσε στα ελληνικά με τούρκικη προφορά και αμέσως μετά φορώντας μια έκφραση που σήμαινε πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο που μπορούσε να κάνει, μου υπέδειξε πως θα μπορούσα άν ήθελα να περιμένω μέχρι τις 9.00μμ. Ήταν οκτώ παρα κάτι το βράδυ και βρισκόμουν στο οδόφραγμα του Λιμνίτη φορώντας το ψάθινο μου καπέλο και όλη την αλμύρα της θάλασσας που είχα μαζέψει μερικές ώρες πριν από μια υπέροχη παραλία στο Κάτω Πύργο. Ο Χ στεκόταν δίπλα μου μπροστά από το μικρό άσπρο κουβούκλιο και με το μαγιό ακόμα βρεγμένο, προσπαθούσε να αποφασίσει άν άξιζε τον κόπο να κάνουμε την διαδρομή μέσα στην νύχτα μιας και ήτανε η πρώτη φορά που θα διασχίζαμε αυτή την πλευρά της Κύπρου. «Θα είναι μια ακόμα παράξενη εμπειρία» υποστήριξα νιώθοντας ήδη την διαολεμένη μου περιέργεια να μου ανεβάζει την αδρεναλίνη. «Και πώς θα τα βρούμε μέσα στα σκοτεινά;» επέμενε ο Χ με το βλέμμα του να καρφώνεται στον ήλιο απέναντι, ο οποίος έπεφτε σταδιακά πίσω από τα βουνά της Τυλληρίας και στην κάθοδο του χρωμάτιζε την θάλασσα και τον ουρανό με όλες τις αποχρώσεις του ροζ. Πριν καν προλάβω να του απαντήσω, τον άκουσα να μουρμουρίζει «σκέτη μαγεία» και δεν χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο για να αντιληφθώ πως αυτή η καθηλωτική χρωματική αρμονία που ρουφούσε το βλέμμα του, είχε ήδη υπερνικήσει τις όποιες αμφιβολίες του. Στο μεταξύ ο καρτάsh, ο οποίος θάτανε δεν θάτανε 35 χρονών, μας παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού του, ενώ σε μια μικρή οθόνη τηλεόρασης που βρισκόταν στην γωνιά του κουβούκλιου παρακολουθούσε ταυτόχρονα το βίντεο κλίπ του «I want to break free” των Queen. Το σκηνικό δεν είναι απλά μαγικό, σκέφτηκα, αλλά γεμάτο από ένα σωρό αντιφατικές εικόνες οι οποίες, θες δεν θες, σου επιβάλλουν να προκαλέσεις την τύχη σου. Και γω εκείνη την ώρα την έβλεπα την τύχη μου να εμφανίζεται μπροστά μου σαν μια λιλιπούτεια μαγισσα που με ένα περίεργο ραβδί μου γαργαλούσε τα βλέφαρα.
Το οδόφραγμα του Λιμνίτη περικυκλωμένο από αυτή την αποσιωπημένη ομορφιά των βουνών και της θάλασσας έμοιαζε σαν σκηνή κλεμμένη από ταινία ευρωπαικού σινεμά. Από κείνες που τις βλέπεις και νιώθεις πως ακόμα και μια μικρή γλάστρα με βασιλικό σε εμπεριέχει. Μπροστά από τα λευκά μικρά κουβούκλια αυτό συνέβαινε. Μια σειρά από γλάστρες με βασιλικό ραντίζανε τον αέρα με το άρωμα της παραδοξότητας που συνιστά την ύπαρξη μας.
Ο καρτάsh σε μια προσπάθεια να βοηθήσει την αναποφασιστικότητα μας, σηκώθηκε από την καρέκλα, στάθηκε πλάι σε ένα χάρτη της Κύπρου που τον είχε κολλημένο πάνω στον ψεύτικο τοίχο και άρχισε με το δείκτη του να μας δείχνει την διαδρομή από κει μέχρι την Λευκωσία. «Μια ευθεία γραμμή» είπε «καθόλου δύσκολο» συμπλήρωσε και δεν χρειάστηκε καμμιά επιπρόσθετη κουβέντα. «Θα περιμένουμε» του απάντησα και ο Χ δίπλα συνυπέγραφε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.
Ο υπεύθυνος για τις ασφάλειες αυτοκινήτων σχολνούσε στις πέντε η ώρα, μας εξήγησε ο καρτάsh αλλά αν κάποιος ήθελε να περάσει από το οδόφραγμα, πιο μετά, του τηλεφωνούσανε και ερχόταν. Ο υπεύθυνος έμενε, άν κατάλαβα καλά, στο Ξερό, το οποίο απείχε ένα τέταρτο από τον Λιμνίτη. Μόνο που αυτή την συγκεκριμένη μέρα εκείνος δεν βρισκότανε στο χωριό του, είχε μια δουλειά είπε στην Λάρνακα και γι’αυτό θα έπρεπε να περιμένουμε μια ώρα-ίσως και περισσότερο- μέχρι ναρθεί.
Καθίσαμε στο μοναδικό παγκάκι που υπήρχε, ένα λευκό ξύλινο παγκάκι που ήτανε καρφωμένο στο δρόμο και είχε την ίδια ανηφορική κλίση με την άσφαλτο. Προσπαθούσα να φανταστώ πως φαινόμαστε μέσα σ’αυτό το αλλόκοτο κάδρο αλλά η πραγματικότητα ξεπερνούσε την φαντασία μου. “Ίσως να βγάλουμε μια σέλφι” είπα στο Χ και κείνος λύθηκε στα γέλια μεταδίδοντας μου την αντανακλαστική του αντίδραση. Αρχίσαμε να γελάμε νευρικά, μάλλον από αμηχανία απέναντι στην συνειδητοποίηση πως το παράδοξο είναι τελικά η πιο ρεαλιστική περιγραφή του τόπου που ζούμε. Ελάχιστα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν, ένα των Ηνωμένων Εθνών, αυτό μόνο θυμάμαι, που ήτανε διπλοκάμπινο με το σήμα των UN και με την κάσα φορτωμένη από δεκάδες κασόνια γεμάτα φρέσκα κρεμμύδια. Όπως το είδα να σταματάει μπροστά μας, σκέφτηκα πως το ίδιο βράδυ σε κείνο το φυλάκιο που είχαμε πριν ώρα προσπεράσει και το οποίο βρισκότανε στην άκρη ενός βουνού, ριγμένο μέσα στην απεραντοσύνη, κάποιοι τύποι, που ένας θεός ξέρει από ποιό μέρος της γης καταλήξανε εδώ, θα τρώγανε κάτι μαγειρευτό μπατικωμένο στο φρέσκο κρεμμύδι. Και γι’αυτούς το φρέσκο κρεμμύδι θα ήτανε η μόνη αναφορά μιας ομαλής ρουτινιασμένης ζωής, η οποία σ’αυτό ειδικά το σημείο έμοιαζε σαν μια απόμακρη πιθανότητα.
Ο Χ διέκοψε την σκέψη μου, αφήνοντας την εικόνα που άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου μισοτελειωμένη και με το δάκτυλο του μου υπέδειξε να κοιτάξω προς την αριστερή πλευρά. Εκεί όπου βρίσκονταν τα υπόλοιπα κουβούκλια, το ένα πλάι στο άλλο, όλα με τα φώτα σβηστά, εκτός από ένα. Σε κείνο το ένα, ένας εξηντάρης με την στολή αστυνομικού κρατούσε μια ξύλινη κουτάλα και ανακατευε το περιεχόμενο μιας μέτριας κατσαρόλας που βρισκότανε τοποθετημένη πίσω από το παράθυρο. Στην άκρη του ίδιου παραθύρου σε όρθια θέση βρισκόταν ένα μπλε απορρυπαντικό πιάτων, ενώ στο βάθος του κουβούκλιου μια τεράστια οθόνη τηλεόρασης, πρόβαλε τον τροχό της τύχης στα τούρκικα. Πίσω από τον αστυνομικό ήτανε ένας άλλος τύπος ντυμένος πολιτικά ή μάλλον καλοκαιρινά, με μια πράσινη βερμούδα και ένα κίτρινο μακό και με μαλλιά σγουρά μέχρι τους ώμους, ο οποίος έμοιαζε σαν τραγουδιστή σε επαρχιακό μπουζουξίδικο της δεκαετίας του 70.
“Αυτό οποσδήποτε θέλω να το βγάλω φωτογραφία” είπα στο Χ και εννούσα και τους δύο μαζί μπροστά από μια κατσαρόλα, μέσα σε ένα κουβούκλιο στο μέσο του πουθενά, σε ένα οδόφραγμα. Δεν ήταν από κείνες τις εικόνες που θα τις εμπιστευόμουνα μόνο στην μνήμη μου, την ήθελα αποτυπωμένη σε ηλεκτρονική φωτογραφία νάμαι σίγουρη πως δεν θα ξεθώριαζε στο χρόνο. Κι’αυτό γιατί ήτανε από εκείνες τις εικόνες που υπερβαίνανε το χρόνο, υπογραμμίζοντας την ύπαρξη του. “Μην διανοηθείς” με συνέφερε ο Χ πριν προλάβω να πάρω το κινητό μου “θα μπλέξουμε” συμπλήρωσε και γω γέλασα ξανά σκεφτόμενη πως ήμασταν ήδη εδώ και χρόνια περιπλεγμένοι.
Είχε ήδη περάσει μισή ώρα, ο ουρανός είχε φορέσει ένα μπλε σκούρο χρώμα καμωμένο από το φως της επερχόμενης πανσέληνου και από τα βουνά είχε μείνει μόνο το περίγραμμα. Ο καρτάsh συζητούσε στα τούρκικα με δύο αλλους ψηλούς τύπους, οι οποίοι φορούσανε μια στολή διαφορετική από κείνη του εξηντάρη αστυνομικού/μάγειρα. Από τις χειρονομίες τους ήτανε εμφανές πως η κουβέντα γινότανε για να περάσει η ώρα, η οποία εδώ έμοιαζε πολύ πιο δύσκολο να περάσει. Εμείς εξακολοθούσαμε να καθόμαστε στην ίδια ακριβώς θέση, στο λευκό παγκάκι με την πλάτη μας γυρισμένη προς την θάλασσα και την μούρη μας καρφωμένη στην απέναντι πλευρά που μας φαινότανε πολύ πιο μυστήρια ακόμα και από το σκοτάδι που άρχιζε να την σκεπάζει. Το μάτι μου έριχνε πότε-πότε κλεφτές ματιές στην κατσαρόλα που σιγόβραζε μέσα από το κουβούκλιο αλλά και στον τροχό της τύχης που στριφογύριζε μέσα από την τεράστια οθόνη και περιτρυγυριζόταν από ένα τηλεοπτικό πλήθος ντυμένο χρυσοποίκιλτα. Ο Χ κοιτούσε στο κινητό τις φωτογραφίες που είχαμε βγάλει στην διαδρομή και όσο τις κοιτούσε ερχότανε αντιμέτωπος με όλες τις αντιφάσεις που συνθέτουνε την ομορφιά και την μοίρα του τόπου. Έτσι ακριβώς μου τόπε, μ’αυτές τις λέξεις μόνο που δεν πρόλαβε να υπερθεματίσει γιατί ο αστυνομικός ο οποιός μερικά λεπτά πριν έχωνε τη ξύλινη κουτάλα μέσα στην κατσαρόλα, τώρα βρισκόταν έξω από το κουβούκλιο, και φώναζε “κύριε, κύριε” γνέφοντας στον Χ να πάει προς το μέρος του. “Σήκω” μου είπε ο Χ και γω ακολούθησα πεποισμένη πως προφανώς είχε έρθει ο υπεύθυνος των ασφαλειών και η αναμονή μας θα πλησιάζε στο τέλος της. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βρεθήκαμε μέσα στο κουβούκλιο, στο οποίο ο άλλος τύπος με τα σγουρά μαλλιά, ο “τραγουδιστής” της δεκαετίας του 70, καθότανε στην άκρη ενός πλαστικού τραπεζιού, κάτω από εκτυφλωτική φλορέντζα και είχε μπροστά του ένα πορτοκαλί πλαστικό πιάτο, από κείνο των παιδικών γενεθλίων, γεμάτο με μακαρόνια σπαγγέτι πασπαλισμένα με μπόλικη ντομάτα και δύοσμο. Δεν πρόλαβα να διερωτηθώ τί συνέβαινε και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο καθόμουν ήδη στο ίδιο τραπέζι με ένα ίδιο πορτοκαλί πλαστικό πιάτο μπροστά μου και με τον αστυνομικό να με σερβίρει από την κατσαρόλα, τα ίδια μακαρόνια. Στα αριστερά μου ο Χ είχε ήδη αρχίσει να τρώει τα δικά του, ενώ ο “τραγουδιστής” τον ρωτούσε με την μέθοδο της νοηματικής κατα πόσο θέλει να πιεί ρακί. Με νεύματα επικοινωνούσαμε, δεν μιλούσανε γρι ελληνικά και αυτό που ο τύπος είχε αποκαλέσει ρακί έμοιαζε περισσότερο με ούζο. Η οθόνη της τηλεόρασης βρισκότανε τώρα πολύ πιο κοντά μου και ήτανε πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είχα υπολογίσει. Αισθανόμουν όλους εκείνους που αγωνιούσανε στα τούρκικα άν θα γύριζε ο τρόχος της τύχης τους, σαν την υπόλοιπη παρέα του δωματίου και παρότι μιλούσανε μια γλώσσα ακατανόητη, δεν επαυε να είναι η μοναδική ομιλία που ακουγότανε στο χώρο, αφού εμείς μόνο με σιωπηρά νεύματα συννενοούμασταν. Ο “τραγουδιστής” σερβιρέ ρακι στο Χ και ύστερα στον αστυνομικό, εγώ του έγνεψα πως θα οδηγούσα, δεν έπρεπε να πιω, και ύστερα τσουγκρίσαμε ποτήρια και μη ξέρωντας σε ποιά γλώσσα να κάνουμε πρόποση έκανε ο καθένας στην δικιά του γλώσσα. “Ωραία τα μακαρόνια” έκανα νόημα στον αστυνομικό αλλά δεν ήξερα με ποιά χειρονομία να του εξηγήσω πως μου θυμίζανε εκείνα που έφτιαχνε η γιαγιά μου και κείνος, όπως ακριβώς θα έκανε η γιαγιά μου, μου έγνεψε να τα φάω όλα, να μην αφήσω τίποτα στο πιάτο μου. Ένα δύο γατιά εμφανίστηκαν, ο “τραγουδιστής” τους έριξε λίγο ψάρι που είχε απομείνει σε ένα πιατο στην μέση του τραπεζιού, και ύστερα έκοψε ένα λεμόνι στα δύο και το έσφιξε πάνω από τα μακαρόνια του. Μας έγνεψε να κάνουμε το ίδιο υπονοώντας πως το λεμόνι τα νοστιμίζει και όντως αυτό έκανε. Κάποιος από τον τροχό της τύχης έβγαλε μια απρόσμενη κραυγή, γελάσαμε χωρίς να ξέρουμε το γιατί και ύστερα επανήλθαμε ξανά στην μυστήρια σιωπή αυτού του απρόσμενου δείπνου.
Σε κάποια στιγμή, δεν ξέρω πόση ώρα μετά, εμφανίστηκε χαμογελαστός ο καρτάsh. “Ώρα για γλυκό” είπε και γέλασε ανοίγοντας ταυτόχρονα το ψυγείο και βγάζοντας ένα ταψί γεμάτο χαλβά. Τράβηξε έπειτα μια καρέκλα και κάθισε μαζί μας ανταλάζοντας κάποιες κουβέντες με τους άλλους δύο στην γλώσσα τους. “Εσύ που ξέρεις ελληνικά;” τον ρώτησε ο Χ. “Εδώ τάμαθα, εδώ και κεί” απάντησε χωρίς να διευκρινίσει το “εκεί”. “Η μάνα μου είναι που την Αλέκτορα τσε παπάς μου που Γεροσκήπου” είπε. Και ύστερα μάθαμε κι’αλλα. Πως ειναι 35 χρονών και πως τώρα ζει στην Πεντάγυα. Και πως κάποτε όταν ήτανε πιο μικρός δούλευε στην Λακατάμια σε ένα ελληνοκύπριο εργολάβο. “Ποιός έκανε το χαλβά;” τον ρώτησα. “Ένα όμορφο χέρι” απάντησε και γέλασε με υπονοούμενο ενώ την ίδια ώρα έκανε την μετάφραση στα τούρκικα για να γελάσουνε και οι υπόλοιποι. Ο “τραγουδιστής” γέμισε ξανά τα ποτήρια με ρακί, “πιές λίγο” μου έγνεψε ο αστυνομικός και μου το επανέλαβε με λόγια ο καρτάsh. Ήπια μια ρουφιξιά, κάναμε ξανά μια πρόποση, και μόλις τσουγκρίσαμε τα ποτήρια ένα λευκό διπλοκάμπινο σταμάτησε έξω ακριβώς από το κουβούκλιο. “Πάμε, πάμε, ήρθε ο ασφαλιστής” ενημέρωσε ο καρτάsh και η “παρέα”σηκώστηκε απότομα από το τραπέζι για να αρχίσουν οι “αποχαιρετισμοί”. Χειραψίες, χτυπήματα στον ώμο, ευχαριστίες για το δείπνο, χαμόγελα και στο επανειδείν. Έξω είχε σκοτεινιάσει πλέον για τα καλά, με το φεγγάρι να παίζει κρυφτό πίσω από το περίγραμμα των βουνών και την θάλασσα να υπάρχει περισσότερο σαν αίσθηση παρά σαν εικόνα.
Ο “ασφαλιστής” έμοιαζε πιο πολύ με ράπερ παρά με υπεύθυνο για τις ασφάλειες, θάτανε γύρω στα 25, φορούσε μια αμάνικη μαύρη φανέλα και είχε το καπέλο γυρισμένο από την ανάποδη, ένιωθα πως από στιγμή σε στιγμή θα παρατούσε την μαύρη τσάντα που κρατούσε και θα άρχισε να κάνει breakdance πάνω στην ανηφορική άσφαλτο. Όλα πλέον ήταν στο μυαλό μου ανοιχτά ενδεχόμενα και οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ λογικού και παράδοξου είχαν εδω και ώρα εξαφανιστεί άρα καθόλου δεν θα με εξέπληττε άν προηγείτο τη ασφάλειας ένας τέτοιος χορός. Tον ακολουθήσαμε χωρίς τέτοια απρόοπτα, εκείνος άνοιξε ένα από τα υπόλοιπα κουβούκλια, έκανε ένα δύο ερωτήσεις για το αυτοκινητο, τον πληρώσαμε και μέσα σε πέντε λεπτά είχαμε την ασφάλεια στο χέρι. Ο αστυνομικός πλάι πλάι με τον «τραγουδιστή» μας κοιτούσαν από το παράθυρο και μας έγνεφαν ξανά αντίο ενώ ο καρτάsh, μόλις αντιφθηκε πως θα φεύγαμε, άνοιξε το δικό του παράθυρο και φώναξε δυνατά «δεν είπαμε τα ονόματα μας». «Ελένη» του φώναξα πρώτη και ύστερα ο Χ του είπε το δικό του. «Ταμέλ» φώναξε εκείνος, «Ταμέλ ο μαυρομάτης», συμπλήρωσε και ύστερα μετάφρασε την λέξη στα τουρκικα. Αυτό ήτανε το επίθετο του. «Facebook έχεις;» φώναξε αμέσως μετά. «Ναί» απάντησα, «Ψάξτε να με βρείτε» είπε και άνοιξε την μπάρα. «Εντάξει καρτάsh” του φώναξε ο Χ και το εννοούσε.
Φτάσαμε σπίτι γύρω στις 11 το βράδυ και λίγο πριν ανοίξω τα φώτα της αυλής ένα notification στο κινητό μου έριξε πρώτα φως στο σκοτάδι. Είχα friend request. Από τον Ταμέλ τον Μαυρομάτη. Αποδέχτηκα αμέσως και μας βρήκαν τελικά τα μεσάνυχτα να χαζεύουμε με τον Χ την ζωή του Ταμέλ. Ο Ταμέλ με το νεογέννητο μωρό του, ο Ταμέλ με τους φίλους του να τρώνε σε μια αυλή, ο Ταμέλ στην θάλασσα με το άλλο του παιδάκι, ο Ταμελ στο οδόφραγμα αγκαλιά με τον αστυνομικό και πιο πίσω στο κάδρο ο «τραγουδιστής» των 70ς...
«Πού ξέρεις...» είπα στο Χ, «μπορεί και ο Ταμέλ τώρα να χαζεύει τις δικές μας φωτογραφίες. Και να κοιτά εμάς τους δύο, με τις πάπιες, με τον ήλιο πίσω από τα βουνά, με το φεγγάρι πάνω από την θάλασσα, με την ζωή μας τόσο παράδοξα ξέχωρη και συνάμα τόσο παράδοξα ίδια...

Back to top