H απενοχοποίηση του λαικού

images
Back to top

Την προηγούμενη φορά που τον είδα, ήτανε τυχαία ένα βράδυ, στο δρόμο. Δεν είχαμε χρόνο να πούμε τα νέα μας, τον ρώτησα μόνο τί κάνει, μου απάντησε πως γυρίζει τα χωριά της Κύπρου και παίζει το «Ημερολόγιο ενός Τρελλού». Έμεινα έκπληκτη. Νόμιζα πως μου έκανε πλάκα. Δεν μου έκανε πλάκα. Λίγες μέρες μετά τον πήρα τηλέφωνο. «Θέλω ναρθώ σε ένα από τα χωριά », του είπα, «έλα να με δεις που παίρνω το αμάξι μου, μια βαλίτσα με ρούχα, ένα αυτοσχέδιο προβολέα, ένα μισοδιαλυμένο μαγνητόφωνο και παίζω στους καφενέδες», απάντησε. Έτσι και έγινε. Βρέθηκα σε ένα ορεινό χωριό, στην πλατεία του, σε ένα καφενείο που στην είσοδο είχε μια τηλεόραση και κάμποσους ηλικιωμένους γύρω από αυτήν να πίνουνε ζεστή σουμάδα. Εκείνος ήταν πιο πίσω, σε μια άλλη πιο μικρή αίθουσα, ετοίμαζε τον αυτοσχέδιο προβολέα του και έφτιαχνε τα κουστούμια του. Ήξερα πως θα ζούσα μια διαφορετική εμπειρία. Δεν ήταν δηλαδή από τις συνηθισμένες περιοδείες που κάνουν οι θεατρικές ομάδες. Ούτε και ένα έργο το οποίο διαλέγει κανείς να ανεβάσει σε ένα κοινό που δεν είναι τόσο εξοικειωμένο με το θέατρο. Πόσο μάλλον για μια σάιτ σπεσίφικ παράσταση, όπου ο χώρος είναι ένα καφενείο με τις καρέκλες και τα τραπέζια του τα οποία τις υπόλοιπες βραδιές γεμίζουνε με σουβλάκια και μπαστουρμάδες. Ήταν λοιπόν ένα τόλμημα γι’αυτό καί ήθελα να το ζήσω από πρώτο χέρι.
​​​​​​​
Η αίθουσα είχε γεμίσει από ανθρώπους όλων των ηλικιών. Και όλοι τους είχανε την ίδια απορία στο βλέμμα. «Τί στο καλό πρόκειται να συμβεί εδώ απόψε;». Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει, ούτε καν εκείνος. Κι’αυτό γιατί με το να επιλέξει να περιοδεύσει το «Ημερολόγιο Ενος Τρελλού» στα χωριά, δήλωνε πως πρόθεση του δεν ήταν απλά να διασκεδάσει το κοινό αλλά να του διεγείρει την φαντασία, προτείνοντας μια άλλη θέαση μακριά από την θέση του τηλεοπτικού κουτιού. Κι’αυτό ήταν κάτι σπουδαίο, πράγμα το οποίο συνειδητοποίησα όταν πια είχε τελειώσει η παράσταση και μαζεύτηκε ο κόσμος γύρω από ένα τραπέζι για να κάνει τις ερωτήσεις του, όπως κάνουν οι μαθητές σε ένα δάσκαλο, όπως κάνουν εκείνοι που πραγματικά ενδιαφέρονται να μάθουν απέναντι σε κάποιον που πραγματικά έχει κάτι να τους πει. Κι’αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι ίδιοι με κείνους που κάποιοι τους χρησιμοποιούν ως άλλοθι για να συντηρούν την μετριότητα. Με το πρόσχημα «αυτά θέλει ο κόσμος» αυτοί οι κάποιοι εκείνο που μας σερβίρουν τελικά είναι η δική τους αδυναμία να υπερβούν το μέτριο και όχι του κόσμου.

Όταν τον συνάντησα ξανά τις προάλλες έφερα την κουβέντα μας σε κείνη την περιοδεία. Πώς καταχωρήθηκε τελικά μέσα σου, τον ρώτησα γιατί είχανε περάσει πολλοί μήνες και ήταν πια σε θέση να την αξιολογήσει σε σχέση με το επόμενο του βήμα. Με κοίταξε με ένα ύφος μικρού παιδιού και ύστερα μου ομολόγησε πως εκείνη η περιοδεία τον οδήγησε σε μια πολύ χρήσιμη παραδοχή. Πως τελικά είναι πολύ σημαντικό να μην χάνεις την επαφή σου με τον κόσμο, να τον ακούς, να ψυχανεμίζεσαι την ενέργεια του, για να μπορείς να απενοχοποιήσεις σαν καλλιτέχνης αυτό που κατονομάζουμε (πολλές φορές με υποτιμητικό ύφος) λαικό. Και που συνήθως το περιορίζουμε στις διαστάσεις της μετριότητας. Όσο περισσότερο ωστόσο είσαι σε επαφή με τον κόσμο τότε είναι που συνειδητοποιείς πως λαικό δεν είναι το μέτριο. Λαικό είναι η ψυχή του ανθρώπου και η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι φτιαγμένη για μέτρια αλλά για σπουδαία πράγματα. Αρκεί κάποιος να του τα προτείνει. Και όχι να κρύβεται πίσω από άλλοθι για να δικαιολογήσει την δική του αδυναμία να υπερβεί το μέτριο.

Back to top