Israel

Κάθομαι στο λεωφορείο. Ο οδηγός έχει μερακλώσει με εβραικά τσιφτετέλια. Παντού τα ίδια ντέρτια σκέφτομαι και ύστερα δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο. 

images
Back to top

Βρέχει σήμερα στο Τελ Αβίβ. Ο Γκέορκ, ωστόσο, κολύμπησε στην θάλασσα το πρωί και ήτανε, λέει, υπέροχα. Μου το λέει στο πρόγευμα. Ο οδηγός ήδη μας περιμένει για να αρχίσει και πάλι μια καινόυργια ξενάγηση στην πόλη και στα μουσεία της. Ο Γκέορκ όμως επιμένει να μου μιλάει για την θάλασσα και για ένα ουράνιο τόξο που βγήκε μόλις εκείνος ξάπλωσε στην άμμο.

Χθές βράδι συνάντησα μια φίλη. Σε μια γειτονιά γεμάτη από καφετέριες και νεαρούς που παίρνανε βόλτα τα σκυλιά τους κάτω από τα μπάουχαους μπαλκόνια των σπιτιών. Εκείνη μου μιλούσε για τις παθολογίες ενός γάμου. Και γω για τις ιστορίες που κάποτε θέλω να γράψω σε ένα βιβλίο. Της είπα για τον Έτγκαρ, τον συγγραφέα που είχα συναντήσει το προηγούμενο βράδι. Και κείνη μου είπε πως τα βράδια δεν μπορεί να κοιμηθεί καλά. Ξυπνά ακόμα και με ένα βήξιμο και ύστερα κάθεται σε μια δερμάτινη πολυθρόνα και χαζεύει έξω την θάλασσα.

Κάθομαι στο λεωφορείο. Ο οδηγός έχει μερακλώσει με εβραικά τσιφτετέλια. Παντού τα ίδια ντέρτια σκέφτομαι και ύστερα δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο. Γύρω μου ακούω διάφορες γλώσσες, ο Μπλάς γελάει δυνατά, ενώ εκείνη η κυρία που είναι, λέει, 85 χρονών και είναι από την Αυστρία, με κοιτάει με ένα βλέμμα επίμονο. Πρέπει να έχει ζήσει πολλά σκέφτομαι ίσως γι’ αυτό με κοιτάει εξερευνητικά, ίσως νάχει διαγνώσει μέσα στο βλέμμα μου, πως όπου και να πάω στο βάθος εκείνο που περιμένω είναι ένα σήμα…

Σήμερα ήταν ένα υπέροχο πρωινό. Βγήκα στην ταράτσα του ξενοδοχείου που έχει ένα ξύλινο πάτωμα και κόκκινες πολυθρόνες και γλάστρες μεγάλες με αναρριχητικά. Πήρα το φλυτζάνι με τον καφέ μου και την άραξα σε μια από τις πολυθρόνες. Και όπως καθόμουνα εκεί, άρχισε να παίζει το Dance me to the end of love. Nόμιζα πως βγήκα έξω γιατί ήθελα τσιγάρο. Μα μόλις άκουσα την μουσική κατάλαβα πως ο λογος που θελω κάθε φορα να βγαίνω παρα έξω είναι γιατί ψάχνω αυτό το…χορό.

Το προηγούμενο βράδυ κάποιος μου έγραψε ότι με έχει πεθυμήσει. Και τότε ηρέμησε ξανά η θάλασσα μέσα μου.

Δεν έχω ιδέα από πού έρχονται όλοι αυτοί οι ανθρώποι ούτε και τι σκέφτονται τις άπειρες ώρες που περνάμε μέσα στο λεωφορείο γυρνώντας από το ένα μουσείο στο άλλο και από την μια πόλη στην παρακάτω. Δεν με νοιάζει όμως. Μ’αρέσει που το μεσημέρι θα κάτσουμε όλοι γύρω από ένα τραπέζι και θα παραγγείλουμε μπουκάλια με κόκκινο κρασί. Και μόλις αδειάσουν τα ποτήρια μας θα αρχίσουμε να πειράζουμε ο ένας τον άλλο λες και δεν μας νοιάζει ούτε ποιοι ήμασταν πριν, μα ούτε και πού θα πάμε μετά.

Την επομένη πήγαμε σε μια βιομηχανική περιοχή. Είχε ήδη βραδιάσει. Οι πολυκατοικίες μουντές, περίεργες, κανένας δεν περπατούσε στο δρόμο, τα παράθυρα ήτανε κλειστά και μόνο ο θόρυβος που κάνανε οι γάτες μέσα στους κάδους των σκουπιδιών μαρτυρούσε πως υπήρχε κάπου εκεί ζωή. Και ύστερα ανεβήκαμε κάτι σκοτεινές σκάλες, στο ενδιάμεσο τους ακουμπημένα ποδήλατα, στους τοίχους γραμμένες άγνωστες λέξεις, φτάσαμε στον τρίτο όροφο, εκεί όλες οι πόρτες ανοιχτές, και φώτα από φλορέντζες και διάφοροι καλλιτέχνες να φτιάχνει ο καθένας σε ξέχωρο δωμάτιο το δικό του σύμπαν. Πήρα την φωτογραφική και έβγαζα snap shots…. Και ύστερα σκέφτηκα πως…Ακόμα και κει που νομίζεις πως τίποτα δεν υπάρχει, κάπου κρύβεται ένα παραμύθι. Και αυτό είμαι διαθετειμένη να το ψάξω ακόμα κι’ αν χρειαστεί να συνομιλώ για ώρα με τις γάτες μέσα στους κάδους των σκουπιδιών.

Ο Έτγκαρ με ανακούφισε σήμερα, όταν μου είπε πως εκείνο που ξέρει να κάνει καλύτερα είναι να γράφει μικρές ιστορίες. Γιατί γράφεις; τον είχα ρωτήσει. Γιατί μόνο ετσι μπορώ να μοιραστώ όλες τις παραδοξότητες που νιώθω μέσα μου. Και να τις ξορκίσω αναγνωρίζοντας τες ως μια γοητευτική πραγματικότητα. Έτσι απάντησε.

Ο Έτγκαρ λοιπον σήμερα με ανακούφισε. Γιατί και γω αυτό ήθελα να κάνω στην ζωή μου. Να γράφω μικρές ιστορίες που η αρχή και το τέλος τους χωράνε σε μια στιγμή.

Την επόμενη μέρα το πρωί αποχαιρετιστήκαμε όλοι με ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ και φρυγανιές πασαλειμένες με μέλι. Ο Γκέορκ θυμήθηκε ξανά εκείνο το ουράνιο τόξο που είδε πάνω από την θάλασσα. Και γω σκέφτηκα πως είναι υπέροχο που μπορώ να ηρεμώ την θάλασσα μέσα μου όταν νιώθω πως κάποιος, κάπου, κάποτε με έχει πεθυμήσει.

Back to top