Laos

Ο Μεκόγκ είναι πανέμορφος κι’ ας έχει χρώμα καφέ σαν λάσπη, είναι ήρεμος σαν καλοκαιρινή θάλασσα και γοητευτικός σαν κάποιο που ξέρει τον βυθό του. 

images
Back to top

Δεν ξέρω πώς λένε αυτά τα βουνά. Ίσως πρέπει να κοιτάξω στο χάρτη. Μα είναι τεράστια. Σαν ψέμα. Το πρωί όμως που τα κοιτάζω-κάθε πρωί εδώ και τρεις μέρες- τα νιώθω σαν τις μεγάλες μου αλήθειες. Εκείνες απέναντι στις οποίες δεν μπορείς κάποια στιγμή, παρά να υποκλιθείς. Την ώρα που θα παραδεχθείς ότι είναι πολύ όμορφες για να τις φοβάσαι..

 Όπως αυτό εδώ τον ποταμό που βλέπω τώρα. Κάτω από τα βουνά. Να κυλά αργά, σαν ψίθυρος. Αυτού ξέρω το όνομα του. Τον λένε Μεκόγκ. Το σημείωσα στο χάρτη λίγο πριν ξεκινήσουμε από Ταυλάνδη για Λάος για να τον διασχίσουμε μέσα σε ένα ποταμόπλοιο, που εδώ το ονομάζουνε σλοου μποουτ. Ένα πόταμοπλοιο ξύλινο με πορτοκαλιά οροφή και ξύλινα παγκάκια, το ένα πίσω από το άλλο, μ’ αυτό θα ταξίδευα στον Μεκογκ.

Ο Μεκόγκ είναι πανέμορφος κι’ ας έχει χρώμα καφέ σαν λάσπη, είναι ήρεμος σαν καλοκαιρινή θάλασσα και γοητευτικός σαν κάποιο που ξέρει τον βυθό του. Κυλά μέσα από τις δύο χώρες λες και τις ενώνει και αφήνει τα μικρά παιδιά να χαιρετιούνται από τις απέναντι ακτές καθώς βουτούν γυμνά μέσα στα σαν λασπωμένα νερά του.

Κάθισα στην άκρη του ποταμόπλοιου. Πίσω μου ένας Γιαπωνέζος, δίπλα του ένας Κορεάτης. Στα αριστερά μια παρέα 20χρονων Aυστραλών με κιθάρες και φυσαρμόνικες, μπροστά μου ένας Τσέχος που κρατούσε μια επαγγελματική φωτογραφική μα ντράπηκα να τον ρωτήσω αν ήταν φωτογράφος. Για ώρα δεν ήθελα να ρωτήσω κανένα τίποτα. Έγειρα πάνω σε ένα μικρό ξυλινο στερέωμα, φόρεσα τα μαύρα γυαλιά μου και άφησα τα μαλλιά μου να τα παίρνει ο αέρας στον ίδιο αργό ρυθμό που έπαιρνε και το νερό του ποταμού.

Όλα κυλούσαν αργά, μαζί και η ζωή, έτσι όπως την έβλεπα σιγά σιγά να εμφανίζεται στις ακτές του Μεκόγκ.

Ναι, την έβλεπα. Να, εκεί, μέσα από τα δίχτυα του ψαρά, ναι, εκείνου με το ψάθινο χαρακτηριστικό καπέλο που τινάζει το δίχτυ λες και δεν θέλει να το αφήσει να χτυπήσει βίαια τον ποταμό.

Ή πιο κάτω, να εκεί, σε κείνες τις γυναίκες που πλένουν τα ρούχα τους στο καφέ νερό αγγίζοντας το σαν λευκό. Πάραδιπλα τους τρέχουνε πλατσουρίζοντας σκυλιά λες και φωνάζουνε στα ψάρια για παρέα και πιο πέρα, ένα κοπάδι με βουβάλια βουλιάζει στο νερό αφήνοντας να φανεί μόνο το τεράστιο ράθυμο τους βλέμμα λες και ευγνωμονούν εκείνον που τους απάλαξε από την αγωνία του προορισμού.

Μα και σε κείνα τα παιδιά που χοροπηδάνε γυμνά από βράχο σε βράχο κρατώντας μεγάλους μαύρους λαστιχένιους τροχούς, ξέρωντας πολύ καλά πως η χαρά νικάει σε όλα τα μεγέθη.

Ναι, έβλεπα την ζωή να κυλά αργά. Στα τεράστια αυτά βουνά που έμοιαζαν σαν ψέμα, στο πυκνό πράσινο που έμοιαζε με παραδοχή, στον ουρανό που κοιτούσε τον εαυτό του μέσα στον ποταμό μα και στο αντίστροφο. Την έβλεπα. Η ζωή κυλούσε αργά, και η δική μου ακόμη πιο αργά, λες και ήθελε πια όχι μόνο να την προσέξω, μα και να την χαιδέψω...

Ο ήχος της φυσαρμόνικας του Αυστραλού έσμιξε με τον ήχο των βουνών, το καφέ του ποταμού άρχισε να ανοίγει όσο ο ήλιος χαμήλωνε και γω πια δεν ήμουνα σίγουρη. Τι κυλούσε πιο αργά; Ο ποταμός ή η ζωή μου. Έμεινα για ώρα να το σκέφτομαι. Μα όσο το ποταμόπλοιο με κυλούσε μέσα στην ζωή μου, δεν ήθελα να βρω την απάντηση. Ήθελα μόνο να σκύψω το κεφάλι για όλες τις φορές που δεν έριξα το δίχτυ μου απαλά πάνω στο νερό της ζωής. Και για όλες τις φορές που δεν πλύθηκα στους καφέ ποταμούς της γιατί τους πίστεψα σαν λερωμένους…

Ήθελα να σκύψω το κεφάλι. Για όλες εκείνες τις φορές που δεν της έδειξα εμπιστοσύνη. Και ήμουνα απέναντι της βίαιη.

 

 

 

 

 

 

Back to top