Marina Ambramovic

Αυτό που θα προσπαθήσω να σας περιγράψω δεν είναι (για ακόμη μια φορά) η καλλιτεχνική σημαντικότητα της Marina Abramovic, αλλά το πώς νιώθεις όταν συμμετέχεις ο ίδιος ενεργά, σε μια από τις performance της. Μια εμπειρία που βίωσα στην Νέα Υόρκη και θα την θυμάμαι για καιρό.

images
Back to top

Μουσείο ΜΟΜΑ, 53 δρόμοι, 11 περίπου το πρωί. Στον ένα τοίχο γραμμές κάθετες, που αντιστοιχούν στις μερες του μήνα. Κάποιες σβησμένες, όπως κάνουν στο στρατό, κάποιες όχι. Σύνολο τρείς μήνες. Σύνολο κάπου700 ώρες. Οι υπόλοιποι τοίχοι καθαροί, λευκοί, καμία υποσημείωση. Στο κέντρο του atrium, στο κέντρο ενός προκαθορισμένου τετραγώνου, κάθεται εκείνη. Με ένα μακρύ κόκκινο φόρεμα. Πάνω σε μια καρέκλα ξύλινη, μπροστά της ένα μικρό τραπέζι (επίσης ξύλινο), απέναντι της ένας «επισκέπτης», καθισμένος ακριβώς στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Πίσω τους τεράστιοι προβολείς. Πιο πίσω οι υπαλλήλοι του μουσείου, να επιτηρούν, μήπως συμβεί μια λάθος κίνηση. Και πιο πίσω ο κόσμος. Κάποιοι περιφέρονται, άλλοι κοντοστέκονται έκπληκτοι, μερικοι κάθονται στο πάτωμα και παρακολουθούν με τις ώρες, άλλοι παίρνουν σημειώσεις, κάνουν σκίτσα, γράφουν στους φορητές υπολογιστές τις σκέψεις του, και τέλος είναι και εκείνοι που σχηματίζουν μια ουρά και περιμένουν την σειρά τους. Εκείνοι που θέλουν να καθισουν αμίλητοι απέναντι στην Μαρίνα Αμπραμοβιτς και να την κοιτάξουν, για οση ώρα επιλέξουν, για όση ώρα αντέξουν, στα μάτια. Ένας φωτογράφος, στήνει μια κάμερα στην μια πλευρά, με ένα μεγάλο μεγεθυντικό φακό. Εργάζεται για λογαριασμό της ίδιας. Κάθε φορά ζουμάρει στο βλέμμα αυτού που κάθεται απέναντι της. Ένα τεράστιο μάτι μέσα σε ένα φακό. Ένα άλλο συνεργείο κινηματογραφιστών, παίρνει δηλώσεις από τους επισκέπτες. «Πώς νιώσατε; Τι σας προκαλεί αυτή η εμπειρία». Υπάρχει μια περίεργη ενέργεια στο χώρο. Δύσκολο να την εξηγήσω. Μα ετσι κι’ αλλιώς η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, σε αυτή την πιο μεγάλη σε διάρκεια, σόλο, performance της, μπορει να φαίνεται ότι μιλάει με τα μάτια της αλλά εκείνο που επιδιώκει είναι ένα ενεργειακό διάλογο.

Μουσείο μοντέρνας τέχνης Νέα Υόρκη, 12 το μεσημέρι. Διαβάζω την επιγραφή στην είσοδο του atrium: «Η καλλιτέχνης προσκαλεί τους επισκέπτες να καθίσουν σιωπηλοι απέναντι της, για όσο θέλουν, και να μετατρεπούν από απλούς θεατες σε συμμετέχοντες, αυτού του έργου τέχνης. Με την παρουσία της επιδιώκει να αλλοιώσει την γραμμή που χωρίζει την καθημερινότητα από την ιεροτελεστία και να αναγάγει κατι τόσο οικείο, όσο η καθημερινή εικόνα ενός τραπεζιού με καρέκλες, σε μια άλλη διάσταση». Δεν εισέρχομαι ακόμα στο χώρο. Προτιμώ να κάνω πρώτα μια βόλτα μέχρι τον έκτο όροφο και να παρακολουθήσω εκεί την αναδρομική έκθεση της Αμπράμοβιτς, όπου μέσα από φωτογραφιες, βίντεο αλλά και ζωντανές αναπαραστάσεις από καλλιτέχνες, βλέπεις όλες τις perfomances που έκανε στην διαδρομή της. Εξαιρετικά στημένη η έκθεση αλλά ταυτόχρονα και σοκαριστική. Γιατί εκεί συνειδητοποιείς ξανά πώς αυτή η γυναίκα εδώ και σαράντα χρονια παίζει με τα όρια της (σωματικά και ψυχικά) χρησιμοποιώντας το κορμί της σαν εργαλείο (πολλές φορές διακυνδυνεύοντας ακόμα και την ζωή της) για να προκαλέσει τα όρια της τέχνης. Το κορμί είναι απλά ένα όχημα, λέει η ίδια σε ένα βίντεο. Εκείνο που έχει σημασία είναι το τι περιέχει η ψυχή σου…». Κρατάω την φράση της και επιστρέφω στο χώρο οπου εκείνη με το κόκκινο φόρεμα της, μοιάζει σαν ένα ανθρώπινο γλυπτό. Κάθομαι σιωπηλή στο πάτωμα, κοιτάζω τα μάτια της που σπάνια ανοιγοκλείνουν, κοιτούν κατευθείαν τον απέναντι της, διερωτώμαι τί σκέφτεται εκείνη την στιγμή, θέλω πολύ να μάθω πως αισθάνεται, εκείνη, ο απέναντι, ο κόσμος γύρω που παρακολουθεί αμήχανος. Παίρνω σημειώσεις από τα σχόλια των διπλανών μου. «Μα δεν τρώει; ούτε πίνει; Πώς τα καταφερνει εφτά ώρες την μέρα να μένει ακίνητη;» Εύλογες απορίες. Εκείνο ωστόσο που κάνει τους θεατές να αισθάνονται αμηχανία δεν είναι η δική της παρουσία, αλλά ότι ξαφνικά κάποιος τους προσκαλεί σε μια σιωπηλή συνομιλία, κάποιος τους προκαλεί να κοιτάξουν τον άλλο στα μάτια περισσότερο από ότι έχουμε συνηθίσει πια να κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Κάποιος τους βάζει σε αυτή την διαδικασία να ακούσουν τις ίδιες τους της σκέψεις, να νιώσουν το αισθήματα τους, να αισθανθούν το κορμί τους, μέσα σε ένα σιωπηλό ενεργειακό διάλογο. Πιάνω τον εαυτό μου να αισθάνεται το ίδιο περίεργα, όπως με κείνους που παρατηρώ. Δεν ξέρω τι με κάνει να αισθάνομαι άβολα, το ότι εγώ θα την κοιτάξω στα μάτια ή το ότι εκείνη εμένα. Θα καταφέρω να μην ακούω το μυαλό μου εκείνη την στιγμή; Θα μπορέσω να συγκεντρωθώ στην δύναμη και στην δυναμική αυτής της απόλυτης βίωσης του τώρα, του present moment; Ειλικρινά δεν ξέρω...Βρίσκω δικαιολογία, πως νιώθω κουρασμένη, πως έχει περάσει ώρα, πως έχω πεινάσει, θαρθώ ξανά την επομένη, και έτσι φεύγω, ξέρωντας πολύ καλά μέσα μου πως δεν είμαι έτοιμη να έκτεθώ…σε κάτι τόσο αληθινά ανθρώπινο.

ΜΟΜΑ, 34 δρόμοι, η επόμενη μέρα. Περιμένω στην ουρά. Είναι γύρω στα 15 άτομα μπροστά μου, δεν μπορώ ωστόσο να υπολογίσω σε πόσο χρόνο θα έρθει η σειρά μου. Ο καθένας μπορεί να κάτσει όσο θέλει, υπενθυμίζω. Άκουσα μάλιστα πως πριν μερικές μέρες, μια γυναίκα, ντύθηκε με ένα κόκκινο φόρεμα (παρόμοιο με της Αμπράμοβιτς) και έκατσε απέναντι της μια ολόκληρη μέρα. Μπροστά μου μια κοπέλα μου ομολογεί πως έρχεται για δεύτερη φορά. Την πρώτη περίμενε έξι ώρες. Γιατί ξανά; την ρωτώ, "γιατί δεν ήμουνα αρκετά διαθέσιμη την πρώτη φορά, γιατί δεν ήμουνα αρκετά ανοιχτή για να ζήσω αυτή την εμπειρία" παραδέχεται. Μου φαίνεται παράξενο που ξαφνικά αρχίζουμε και μιλάμε μεταξύ μας- όσοι περιμένουμε εκεί-, για το πόσο ανοιχτός είναι ο καθένας σε εμπειρίες, για το πόσο μπορεί να αντέξει ένα βλέμμα, για όλα αυτά που ξεπερνούν τις καθιερωμένες τυπικές συστάσεις και βγαίνουν από καρδιάς. Είμαι σίγουρη ότι είναι κι’αυτό μέσα στις επιδιώξεις της Αμπράμοβιτς, όσο περιμένουμε να δημιουργείται μια ενέργεια που σπάζει ασυνείδητα τα προσχήματα μας. Ένας άλλος πιο μπροστά μου ομολογεί πως δεν είχε ιδέα ποιά ήταν η Αμπράμοβιτς. Και πώς ήρθες; τον ρωτω. Διάβασε την προηγουμενη ένα άρθρο στην New York Times , του κίνησε την περιέργεια, "δεν έχω ξαναζήσει κάτι παρόμοιο" λέει, μένει στην Γιούτα, δεν ξέρει από τέχνη, θέλει να δοκιμάσει τον εαυτό του. Το συνεργείο με τους κινηματογραφιστες μας διακόπτει «κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για λογαριασμό της ίδιας» μας ενημερώνουν, «θα σας πείραζε να απαντήσετε μπροστά στην κάμερα σε μερικές ερωτήσεις». Μια κοπέλα, από το Long Island, μας προλαβαίνει. "Γιατί βρίσκεσαι εδώ;" "Γιατί μου έκανε εντύπωση όταν διαβασα γι’αυτή την performance. Μου θύμισε Γιόκο Όνο", απαντά. «Θεωρείς πως αυτό που γίνεται εδώ είναι τέχνη;» συνεχίζουν οι ερωτήσεις. «Δεν ξέρω αν είναι τέχνη, είναι πάντως ένα ψυχολογικό πείραμα» απαντά εκείνη. «Γιατί θέλεις να συμμετέχεις;» την ρωτάνε. «Γιατί όλοι κάπου θέλουμε να συμμετέχουμε» απαντά και γώ την νιώθω ήδη σαν φίλη.

ΜΟΜΑ, 34 δρόμοι, 3 ώρες μετά. Είναι στιγμές που δυσανασχετώ. Βαριέμαι να μιλάω άλλο με τους υπολοίπους. Σκέφτομαι πως θα ήθελα να βγω έξω στο δρόμο και να καταβροχθίσω ένα hot dog από το πρώτο καροτσάκι που θα βρω μπροστά μου. Κι’ ύστερα γυρνάω και την κοιτάω. Να είναι στην ίδια στάση. Να είναι εκεί ακίνητη, με τα μάτια καρφωμένα στον απέναντι. Ξεχνάω όλα τα προηγούμενα και επαναφέρω την συγκέντρωση μου. Κάθε φορά που αποχωρεί ο εκάστοτε «επισκέπτης» της, εκείνη κλείνει τα μάτια και σκύβει το κεφάλι για μερικά λεπτά. Μια κυρία με μεγάλα μυωπικά γυαλιά έχει ήδη πάρει την θέση της. Αρχίζουν σε λίγο το σιωπηλό τους διάλογο. Η κυρία την κοιτάει όπως μια μάνα το παιδί της, έχει αυτό το ύφος, αυτό το χαμόγελο, μπορεί και να κάνω λάθος, μα αυτή είναι η εντύπωση που μου δίνει, κάθεται εκεί για ώρα, πάνω από μισάωρο, γυρνάω ξανά και βλέπω την Αμπράμοβιτς να δακρύζει. "Μακάρι να διαβάσω έστω για ένα λεπτό τις σκέψεις της" σκέφτομαι, και ύστερα σκέφτομαι πως μακάρι να μπορούσα έστω και για ένα λεπτό να σταματήσω να σκέφτομαι. Περιμένω ήδη τρείς ώρες. Οι κινηματογραφιστές, κάθισαν για λίγο μαζί μας, μας είπαν πως ούτε κι αυτοί γνώριζαν πριν την δουλειά της Αμπράμοβιτς, είναι νομίζω φοιτητές, τους ρωτάμε πως είναι η ίδια, "απίστευτα ισχυρή προσωπικότητα", λεει ο ένας, "έχει ένα τρόπο να σε κάνει να θες να την ευχαριστήσεις", συμπληρώνει ο άλλος. Περιγράφουν στιγμές που έχουν ζήσει μαζί της αυτό το διάστημα, είναι ολοφάνερο πως όχι μονο την θαυμάζουν αλλά είναι γοητευμένοι μαζί της. Εξακολουθώ να περιμένω. Κόσμος πηγαινοέρχεται, η ουρά πίσω μου μεγαλώνει, είμαστε όλοι πια φανερα κουρασμένοι, μας έχουν τελειώσει οι κουβέντες, κοιταζόμαστε αραιά και που και σκάμε ένα χαμόγελο. Μερικοί φεύγουν, δεν αντέχουν άλλο στην αναμονή. Μερικοί πεισμώνουν ακόμη περισσότερο. Είναι κι άλλοι που προσπαθούν να δώσουν την δική τους ερμηνεία για το τι συμβαίνει εκεί. Μια που ασχολείται με γιόκα αρχίζει να μιλάει για ενέργειες και chakra με ύφος επιστήμονα, άλλος δηλώνει πως είναι αποφασισμένος να καθίσει απέναντι της μια ώρα και να της μεταδώσει την σκέψη του, είναι απίστευτο το τι ακούω και κυρίως το πόση ανάγκη έχουν μερικοί να οικειοποιηθούν αυτή την performance, να την νιώσουν σχεδόν δική τους. Δεν ξέρω ειλικρινά αν η Αμπράμοβιτς, ήταν υποψιασμένη πως όσο εκείνη θα καθόταν ακίνητη σε αυτό το ενεργειακό της πεδίο, γύρω ο κόσμος θα αποκάλυπτε σταδιακά την ψυχολογία του, στον πρώτο άγνωστο που έβρισκε μπροστά του, λες και βρισκόταν στο καναπέ του ψυχαναλυτή. Κάποιος αρχίζει και κλαίει, άλλος θυμώνει που δεν αντέχει, άλλος κουρασμένος ξαπλώνει στο πάτωμα και κοιμάται, άλλος περιμένει με την πλάτη γυρισμένη στην ίδια, δεν θέλει να είναι προετοιμασμένος λέει, θέλει να εκπλαγεί. Και γω βρίσκομαι στο μέσο, όλων αυτών των ψυχολογιών που πετάνε στον αέρα και σμίγουν τις αύρες και τις ενέργειες του, αρχίζει το κεφάλι μου να πονάει, σκέφτομαι πως πεθαίνω για ένα τσιγάρο, και ύστερα νιωθω ένοχη που δεν μπορώ έστω για τόσο να…ησυχάσω.

ΜΟΜΑ, 34 δρόμοι, 5 ώρες μετά. Είναι ήδη πέντε το απόγευμα. Μενει μόνο μισή ώρα μέχρι να κλείσει το μουσείο. Είναι η σειρά μου. Περιμένω πότε θα σηκωθεί ο επισκέπτης που κάθεται, και μετά εγώ. Μετρώ τα λεπτά στο ρολόι. Δίπλα μου ο υπεύθυνος μου θυμίζει ξανά τις οδηγίες «Δεν πρέπει να μιλήσετε, ούτε και να βάλετε τα χέρια στο τραπέζι. Και κυρίως, πρέπει να την κοιτάτε μόνο στα μάτια, πουθενά αλλού, μόνο στα μάτια». Γνέφω σε όλα καταφατικά. Πέντε και τέταρτο. Μένουν μόνο δεκαπέντε λεπτά. Νιωθω ένα σφίξιμο στο στομάχι. Και αν δεν προλάβω; Θα αντέξω να περάσω την ίδια διαδικασια; Και αν δεν αντέξω θα μείνω με την περίεργεια πως είναι να μιλάς με τα μάτια, πως είναι να εκπέμπεις ενέργεια μέσα από ένα βλέμμα, πως είναι να κοιτάς ένα άνθρωπο περισσότερο από όσο έχουμε πια συνηθίσει στην ζωή μας να κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Πέντε και τέταρτο. Ο υπεύθυνος με ειδοποιεί. «Ήρθε η σειρά σας».

Κάθομαι απέναντι της. Εκείνη έχει το κεφάλι σκυφτό, τα μάτια κλειστά. Και ύστερα με μια κίνηση που μου φαίνεται slow motion, σηκώνει το κεφάλι και ξαφνικά μπροστά μου έχω μόνο ένα ζευγάρι πράσινα τεράστια μάτια που δεν ανοιγοκλείνουν, που δεν χάνουν την εστίαση τους, που είναι εκεί ήρεμα και επίμονα. Ξαφνικά, δεν υπάρχει τίποτα γύρω, για κάποιο περίεργο λόγο δεν ακούω τους παρευρισκομένους, δεν ακούω ομιλίες, όλα σβήνουν λες και βρίσκονται κάπου πολύ μακριά, την κοιτώ, με κοιτά, χάνω την αίσθηση του χρόνου, μπορεί νάχουν περάσει δευτερόλεπτα, μπορεί και αιώνες, δεν έχω ιδέα, έχω μόνο δύο μάτια απέναντι μου και μια ενέργεια να πηγαινοέρχεται από το ένα σώμα στο άλλο. Με κοιτά, την κοιτώ, απέναντι οι προβολείς, με κοιτά, την κοιτώ, δεν σκέφτομαι τίποτα, δεν διερωτώμαι καν τι σκέφτεται, νιώθω ένα παράξενο συναίσθημα, λες και αισθάνομαι την αύρα της, δεν μπορώ να το περιγράψω…δεν ξέρω πως…

ΜΟΜΑ, πέντε και μισή. Ξαφνικά μια φωνή στο αυτί μου, μου λέει πως πρέπει να αποχωρήσω. Ξαφνιάζομαι, λες και κάποιος με έφερε πίσω από μια άλλη διάσταση. Ο υπεύθυνος, μου επαναλαμβάνει πως πρέπει να αποχωρήσω. Σηκώνομαι σαν υπνωτισμένη και πριν γυρίσω την πλάτη να φύγω, την κοιτώ να σκύβει το κεφάλι και να κλείνει τα μάτια…

Back to top