O χρόνος πάλι

Η Σώτη λέει πως ο χρόνος σε χαλάει μόνο αν είσαι τυρί. 

images
Back to top

Στο κομοδίνο μου, το βιβλίο της Σώτης. Ετσι κοιμάμαι τα τελευταία βράδια. Τρείς τέσσερεις σελίδες και πάω μαζί της πότε στην Νεπράσκα, πότε στο Ιλλινόις και άλλωτε στο Παρίσι. Διαβάζω ένα σωρό ονόματα συγγραφέων που διάβασε, κάποιους τους ξέρω, τους περισσότερους όχι, λίστες ολόκληρες με βιβλία που, η ίδια το λέει συχνά, πως της έσωσαν την ζωή. Καταβρόχθιζε για χρόνια ολόκληρες βιβλιοθήκες- ρώσους, γάλλους, αγγλοσάξωνες, λατινοαμερικάνους, αμερικάνους λογοτέχνες- δεν ξέρω πώς τα κατάφερνε, δεν ξέρω ειλικρινά πως είναι να διαβάζεις τόσο πολύ για την ζωή και να την ζεις ταυτόχρονα, ταξιδεύοντας με σαράβαλα στους αυτοκινητόδρομους της Αμερικής ή ξυπνώντας σε τυχαία μοτέλ δίπλα από βενζινάδικα, παρατηρώντας ουρανούς, υπόγειους και φανερούς. Ειλικρινά δεν ξέρω. Ίσως φταίει που δεν ήμουνα ποτέ σε κάτι αφοσιωμένη τόσο πολύ ή κι’ αν ήμουνα δεν ήτανε για πολύ. Δεν ξέρω, δηλαδή, αν εκείνη η περιέργεια που με κινητοποιούσε κάθε φορά, ήτανε για να με πάει στο βάθος μιας ιστορίας ή ενός γεγονότος ή μιας εποχής ή τελικά στο βυθό της. Μα αυτή ήταν η πραγματικότητα μου για χρόνια. Και τώρα, νάμαι, εδώ, να διαβάζω το «Χρόνος Πάλι» (βιογραφία της Σώτης Τριανταφύλλου). Και νάχω το ίδιο κομοδίνο όπως τότε, το ξύλινο, εκείνο που πήρα από το σπίτι της μαμάς μου, με τις σκαλιστές πόρτες και τα σιδερένια πόμολα, ένα κομοδίνο που ποτέ δεν διερωτήθηκα αν θάτανε στις επιλογές μου να το αγοράσω. Το βρήκα ή με βρήκε και χρόνια τώρα απάνω του ξαπλώναν όσα βιβλία μου κάναν συντροφιά τα βράδια. Ο Χρόνος Πάλι…

Η Σώτη λέει πως ο χρόνος σε χαλάει μόνο αν είσαι τυρί. Γελάω με την ατάκα της, μ’ αρέσει, δεν είμαι τυρί, γι’ αυτό μ’αρέσει αν και κάποτε, έτσι όπως γυρνάω πισω άθελα μου, μέσα από την δική της ζωή κρυφοκοιτάω και τη δική μου, πρέπει τελικά να είχα υπάρξει και τυρί. Ο χρόνος κάποτε με χαλούσε. Είτε γιατί περνούσε όταν δεν ήθελα, είτε γιατί δεν περνούσε όταν ήθελα, είτε γιατί φοβόμουνα πως θα περάσει χωρίς να το καταλάβω, είτε γιατί φοβόμουνα πως θα περάσει χωρίς να με καταλάβω. Δεν ήτανε η σχέση μας εντάξει. Μάλλον γιατί κάτι περίμενα να συμβεί και δεν συνέβαινε ή κάτι συνέβαινε που δεν ήτανε εκείνο που περίμενα. Αλλά συνήθως περίμενα. Σε αναμονή. Όπως όταν είσαι στα αεροδρόμια και περιμένεις να αλλάξεις πτήση. Εκείνος ο χρόνος δεν μετράει, προσπαθείς να τον σκοτώσεις, σου φαίνεται εντελώς αχρειάστος, πηγαινοέρχεσαι στα μαγαζιά και πίνεις καφέδες άσκοπα, κάπως έτσι είναι η αναμονή. Μα όχι όμως και η ζωή…

Την Σώτη την γνώρισα, και εννοώ όχι την ίδια αλλά σαν συγγραφέα, πολλά πολλά χρόνια πριν. Ήτανε με ένα μικρό βιβλιαράκι, το πρώτο της, εκείνη δεν το θέλει πια- μακάρι, λέει, να μην το βρείτε στα βιβλιοπωλεία και να το διαβάσετε, εγώ όμως το φυλάω στην βιβλιοθήκη μου και νιώθω πως θα τρομάξω αν το χάσω. Γιατί όταν το διάβαζα, ένιωθα πως διαβάζω τον εαυτό μου, τόσο όσο ποτέ δεν θα κατάφερνα ίσως να γράψω γι’ αυτόν. Και μου χρειάζεται σαν σημείο αναφοράς, για να ξέρω πόσα μέτρα έχω διανύσει, χωρίς όμως πια να τα λογαριάζω στις εξισώσεις. Ήτανε, λοιπόν, εκείνη η  εποχή όπου έτρεχα πίσω από πληγές, που τα όνειρα μου είχαν πάντα πυρετό, που ευχόμουνα να περιπλανιέμαι αλλά δεν πήγαινα πουθενά, που ήθελα να ζω τυχοδιωκτικά αλλά δεν ζούσα έτσι, και έμενα εδώ να φτιάχνω, για ό,τι δεν συνέβαινε ή δεν το προκαλούσα να συμβεί, φανταστικές συνομιλίες και φανταστικούς κόσμους στο μυαλό μου, κάποια από αυτά τα έγραφα και κάποια απλά τα ξέγραφα, μα όπως και νάχε, δεν έβρισκα ησυχία. Αυτή ήταν η δική μου Αλφαμπετ σίτυ, με τα γράμματα του αλφαβήτου να με οδηγούν μόνο σε λέξεις που μοιάζαν με κρυψώνες, με διάφανες μεβράνες, νόμιζα πως με προστατεύανε, δεν ήξερα από τι, μα προφανώς χρειαζόμουνα μια προστασία. Όπως νόμιζα πως δεν θα κουραστώ να τρέχω πίσω από εντάσεις και απορίες και ρωγμές του νου, αλλά ευτυχώς κουράστηκα και έτσι χωρίς βαθειές ανάσες με βρήκε…ο χρόνος πάλι.

Δεν ξέρω πως θα τελειώσει η Σώτη το βιβλίο της, αν  αισθάνθηκε τελικά καλά μες την ζωή της ή όχι, εκείνο που ξέρω είναι πως χαίρομαι γιατί μαζί της, και μαζί με άλλα και άλλους, πέρασα από υπόγειους ουρανούς. Και έτσι κατάλαβα πως δεν υπάρχουν. Και νάμαι τώρα εδώ, να ξαπλώνω πλάι στο ιδιο κομοδίνο που δεν θέλω πια να αλλάξω, θέλω μάλιστα να του ξεσκονίζω τα πόμολα και να του γυαλίζω την σιδεριά, θέλω να του φέρω για παρέα και ένα ωραίο φωτιστικό και ίσως και ένα μικρό παράξενο κουτί για τα φυλαχτα μου. Νάμαι λοιπόν εδώ, να μιλάω στο χρόνο πάλι και επιτέλους να συμφωνώ μαζί του πως όλα όσα έγιναν έπρεπε να συμβούν. Όπως και κείνα που θα γίνουν. Και μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτή την βεβαιότητα, με βρίσκει ο χρόνος πάλι…

Back to top