Έξω βρέχει καταρρακτωδώς, ποταμός το νερό στους δρόμους, οι σταγόνες χτυπούν σαν νότες σε δίεση στα κεραμίδια της στέγης και τα κοράκια κρύφτηκαν από ώρα μέσα στις ψηλές φοινικιές που ξεπετάγονται από τις αυλές των διατηρητέων. Βάζω τους Τuxedo Μoon να παίζουν στο ipad δυνατά, όχι όμως τόσο δυνατά ώστε να υπερνικούν την βροχή, θέλω τον βροχερό ήχο προσθήκη στην μελωδία του “Ιn a manner of speaking" και ειδικά τώρα που τα κοράκια σώπασαν οικειοθελώς. Κάποια πρωινά ξυπνώ με το κράξιμο τους, πετούν έξω από το μπαλκόνι μου σε ομάδες και προσγειώνονται κάτω από τις καμάρες του παλιού υδραγωγείου παριστάνωντας τους αφέντες της γειτονιάς, το κράξιμο τους με φοβίζει, μου προκαλεί ένα σφίξιμο στο στήθος, η βικιπαίδεια γράφει πως τρέφονται με σάρκες που βρίσκονται σε αποσύνθεση, ίσως γι’αυτό κάθε φορά που τα ακούω σκέφτομαι πως με προειδοποιούν για την ύπαρξη ξεθαμμένων πτωμάτων. Διάβασα κάποτε πως στα παλιά χρόνια, επί Οθωμανών, η τουρκική κυβέρνηση τα προστάτευε με νόμο κι’αυτά τα άχαρα πουλιά είχαν πολλαπλασιαστεί σε απειλητικό βαθμό, δεν ξέρω γιατί φέρνω στο νου αυτές τις πληροφορίες που μοιάζουν σκόρπιες στο χρόνο αλλά κάτι μέσα μου επείγεται υποθέτω να βρει ποιό αόρατο νήμα τις ενώνει σαν κακός οιωνός. Φτύνω πολλές φορές στον άερα να διώξω τις μαύρες σκέψεις και μετά ανοίγω την ντουλάπα μου που είναι ακόμα καλοκαιρινή με την σκέψη πως ήρθε ο καιρός να της αλλάξω διάθεση, να την βάλω σε καινούργια τάξη, η Σ λέει πως η ντουλάπα μοιάζει με το υποσυνείδητο μας, η δικιά μου είναι άνω-κάτω, ένα σωρό περιττά ρούχα, άλλα που με στενεύουν κι’ άλλα που κάποιος προηγούμενος μου εαυτός τα έβρισκε συμπαθητικά όχι όμως και ο τωρινός. Ενέχει κάτι το υπερβατικό αυτή η τακτοποίηση, δεν είναι μόνο ένα συγύρισμα, είναι και ένας σιωπηρός διάλογος με το παρελθόν που οριστικοποιείται ολοένα και περισσότερο απαιτώντας συμφυλίωση, να πεις δηλαδή θαραλλέα αυτό πάει, τέλειωσε, φορέθηκε και φθάρηκε, προχώρα στο επόμενο. Κατεβάζω από το πατάρι τις σακκούλες με τα χειμερινά, ο κρότος που κάνουν οι ψιχάλες δυναμώνει και μοιάζει με ανάποδο κλάμα, οι χειμώνες σε ωθούν σε μια εσωστρέφεια, είναι κι’αυτή η μυρωδιά της ναφθαλίνης που υπονομεύει τους αυθορμητισμούς, πακετάρω άτσαλα το καλοκαίρι και τις αλμύρες του και το κλείνω μέσα σε νάυλον με φερμουάρ, τα ανεβάζω στο πάνω ερμάρι και αφήνω χώρο για τα κρύα, ας επιστρέψουν δρυμύτερα, λέω, ας τσιτώσει επιτέλους το δέρμα από μια τεταμένη γαλήνη όμοια με κείνη του χιονιού. Ο Πεσσόα λέει πως “με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή όπως αλλάζουμε ρούχα, όχι για λόγους επιβίωσης όπως κάνουμε όταν τρώμε ή όταν κοιμόμαστε μα με κείνο τον σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας, με αυτό που κατεξοχήν ονομάζουμε καθαριότητα”. Αυτή την καθαριότητα είναι που αποζητώ, κορμιού και πεπρωμένου, βάζω στις κρεμάστρες μυρωδικά λεβάντας και σε μαυροσάκκουλα τα ρούχα που μου είναι πια αχρειάστα για κάποιον άλλο που θα του είναι χρήσιμα και στα συρτάρια αφήνω ελάχιστα μακό, τα περισσότερα με μακρύ μανίκι. Κάνω μετά σοβαρή διαλογή των φουστανιών μου, ούτε κοντά, ούτε πολύ μακριά, ούτε λεπτά, ούτε πολύ χοντρά, κρατώ τα πιο άνετα που είναι και κάπως όμορφα χωρίς να με γνοιάζει τί λογαριάζεται μοδάτο. Εκπλήσσομαι που δεν έχω καμμία νοσταλγία για τις ιστορίες τους, δεν σπαταλώ χρόνο ψάχνοντας απομεινάρια στους ποδόγυρους τους, έζησαν ό,τι έμμελε να ζήσουν, καιρός να ξεθωριάσουν σε ξένα αρώματα, μαζί δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο, συνυπήρξαμε ωστόσο με αξιοπρέπεια. Oι Τuxedo Moon συνεχίζουν να παίζουν δυνατά, το ίδιο δυνατά εξακολουθεί να χτυπά η βροχή την στέγη, τα κοράκια παραμένουν κρυμμένα και η ντουλάπα μου μοιάζει τώρα επαρκώς τακτοποιημένη, ίσχύει άραγε το ίδιο και για το υποσυνείδητο μου, ποιός ξέρει να πει, εκείνο που νιώθω να συμβαίνει είναι να βασιλεύει μέσα μου μια ειρήνη αγωνιώδης ή όπως το λέει καλύτερα ο Πεσσόα “δεν μπορώ να ορκιστώ πως ήμουν εγώ που έφυγα και όχι το τοπίο, πως ήμουν εγώ που πήγα σε άλλα μέρη και όχι αυτά που ήρθαν σε μένα, αυτό δεν μπορώ να το κάνω”.