Mae σημαίνει μητέρα, στα Ταυλανδέζικα. Και δεν ξέρω γιατί, μα οι περισσότερες μικρές πόλεις στην επαρχία έχουν στο όνομα τους αυτή την λέξη. Έτσι άρχιζε και το όνομα της πόλης όπου θα διανυκτερεύαμε: Mae Sariang.
Ο Πε, ο άνθρωπος δηλαδή που ανάλαβε την ξενάγηση μου, κατέφθασε πρωί-πρωί, φορώντας ένα καφέ καπέλο και μια λευκή πουκαμίσα που πάνω της είχε κεντημένα τα σχέδια της φυλής του. Λουάνα, αυτή ήταν η φυλή του, μια από τις έθνικ φυλές της Ασίας, που ζούνε στα βουνά επιβιώνοντας με τα ελάχιστα.
Ο Πε, βέβαια, δεν ζούσε εκεί, έμενε στην πόλη, στο Τσάγκ Μάι, αλλά σύντομα θα μετακόμιζε στο χωριό, για να βοηθήσει-έτσι μούπε- την φυλή του να διατηρήσει την κουλτούρα της, να αντισταθεί-είπε-στις μεγάλες επιχειρήσεις, έτσι απόκαλούσε ο Πε τον τουρισμό, μεγάλες επιχειρήσεις, και φοβότανε πως μόλις πάρουν μυρωδιά το υπέροχο τοπίο στα βουνά, τότε χρήμα θα αλλοιώσει τα πάντα, τους ανθρώπους, την ιστορία τους, την ζωή τους.
Ο Πε μισούσε το χρήμα, δηλαδή δεν το μισούσε ακριβώς, το φοβότανε, είδε το Τσάνγκ Μάι να αλλάζει από το χρήμα, είδε ένα άλλο χωριό, το Πάι, να γεμίζει από τουριστικά θέρετρα με ιδιοκτήτες φαράγκ-έτσι αποκαλούνε εδώ τους ξένους- ο καθένας πρέπει να επιβιώσει, έλεγε, μα πρέπει να βρει τρόπο να διατηρήσει την ταυτότητα του.
«Δεν έχω ιδέα, καμία ιδέα», αυτή την φράση επαναλάμβανε ο Πε στο τέλος κάθε παραγράφου του. Δεν ξέρω τι έκανε τον Πε τόσο ιδεαλιστή, «δεν ήμουν πάντα καθαρός» μου είπε καθώς οδηγούσε και κάπνιζε μια άγνωστη μάρκα τσιγάρων, «κάποτε δεν είχα κανένα σκοπό, δηλαδή έπινα και ξενυχτούσα, δεν είχα ιδέα, καμία ιδέα», έτσι είπε. Και ύστερα τι έγινε; Ύστερα ο πατέρας του πέθανε, η μητέρα του αποφάσισε να γίνει καλόγρια, φόρεσε λευκΆ, ξύρισε τα μαλλιά και τα φρύδια της και πήγε να ζήσει σε ένα βουδιστικό ναό στα βουνά, ο Πε σταμάτησε να πίνει, κλείστηκε στο ναό για δέκα μέρες και όταν έφυγε από κει αποφάσισε πως ήθελε ένα σκοπό.
Φτάσαμε στο ναό, γύρω στο μεσημέρι. Ένας ναός στο μέσο του πουθενά. Έκανε λίγη ψύχρα, η μητέρα του εμφανίστηκε με ένα πλεκτό λευκό πουλόβερ πάνω από το λευκό της χιτώνα και πίσω της ακολουθούσαν έξι ή εφτά παιδιά διαφόρων ηλικιών, το πιο μεγάλο πρέπει νάτανε δέκα, το πιο μικρό γύρω στα πέντε. «Είναι τα παιδιά μας», μου είπε ο Πε και εννοούσε ότι αυτά τα παιδιά, τα είχαν θέσει- εκείνος και η μητέρα του- υπό την προστασία τους.
Αυτά τα παιδιά γεννήθηκαν στα γύρω χωριά, άνηκαν σε διαφορετικές μεταξύ τους φυλές, δεν είχανε χρήματα ούτε καν για το λεωφορείο, για να πάνε στο σχολείο έπρεπε να περπατούν κάθε μέρα γύρω στις πέντε ώρες, πράγμα αδύνατο, έτσι έμεναν στο ναό, τους γονείς τους θα τους έβλεπαν ξανά μετά από τρείς μήνες, δεν γινόταν αλλιώς.
«Μια μέρα θα πάρω αυτά τα παιδιά εκδρομή, να δούνε την θάλασσα, δεν έχουνε ποτέ δει την θάλασσα» είπε κι’ ύστερα τους είπε κάτι στα ταυλανδέζικα, αυτά ενθουσιάστηκαν, άρχισαν να χειροκροτούνε «βλέπεις πόσο θέλουνε να δούνε την θάλασσα»…
Ο Πε άναψε άκομα ένα τσιγάρο, κάπνιζε συνέχεια, κι’ ύστερα συνέχισε την ιστορία της θάλασσας. «Θα τους πάρω πρώτα στην Πατάγια, θέλω να δούνε πως ένα μέρος καταστρέφεται από τον τουρισμό, κι’ υστερα θα τους ρωτήσω αν θέλουν κάτι τέτοιο να συμβεί στα δικά τους χωριά, θέλω να έχουν αυτή την γνώση, και μετά θα τους πάω σε μια παραλία που είναι ακόμα άθικτη, να χαρούν τα υπέροχα νερά και την φύση».
Μου τάλεγε και γω κοιτούσα τα μικρά παιδιά, προσπαθούσα να φανταστώ την έκφραση τους μόλις θα έβλεπαν την θάλασσα, δεν ξερω γιατί μα ξαφνικά μούρθε να κλάψω, συγκρατήθηκα, ο Πε μου έγνεψε πως ήτανε ώρα να πάμε στο χωριό, άνοιξα την πόρτα του ημιφορτηγού, σκουπισα τα μάτια μου με το μανίκι της φόρμας μου και τον περίμενα.
Στο χωριό περίμεναν όλοι τον Πε όπως περιμένει κανείς μια καλή είδηση. Μόλις το ημιφορτηγό εμφανίστηκε, ένας-ένας έβγαινε από τις καλύβες τους. Δεν ήταν σπίτια, ήταν καλύβες ξύλινες, χωρίς μπάνιο, χωρίς κουζίνα, με τεράστια βαρέλια στην αυλή γεμάτα νερό, για να πλυθούν οι ίδιοι, για να πλύνουν τα πιάτα, για να κάνουν την μπουγάδα τους. Οι γυναίκες φορούσανε σχεδόν όλες λευκά πουκάμισα- τα οποία βέβαια δεν ήταν ακριβώς λευκά από την βρώμα και το χώμα- και στο λαιμό είχαν κρεμασμένα δεκάδες χρωματιστά κολιέ. Από τα χείλη τους κρεμότανε μια μικρή πίπα, και κυκλοφορούσανε στους χωματόδρομους ανάμεσα σε γουρούνια και κότες και σκυλιά και αγελάδες.
Οι άντρες εκείνη την ώρα ήτανε στα χωράφια, στα χωράφια με το ρύζι, «θα γυρίσουνε γύρω στο απόγευμα» μου εξηγησε ο Πε, καθώς εγώ σχεδόν σοκαρισμένη προσπαθούσα να συνηθίσω στην ιδέα ότι θα περνούσα το βράδυ μου εκεί, σε μια από τις οικογένειες που θα με φιλοξενούσαν, δηλαδή θα κοιμόμουνα στο πάτωμα, δεν θα είχα πουθενά να πλυθώ, θα άκουγα τα γουρούνια να κλαίνε και θα έτρωγα από το ρύζι που θα φέρνανε οι άντρες το απόγευμα στο σπίτι.
Ολοι με περιεργάζονταν, μου χάριζαν πλατιά χαμόγελα και άφηναν έτσι τα σαπισμένα τους δόντια να φανούν και τα μωρά που έπαιζαν μέσα στα χώματα με τραβούσανε από το μανίκι να μου δείξουν το παιγνίδι τους που δεν ήταν άλλο από ξύλινες σφεντόνες με τις οποίες σημάδευαν τις παπάγιες στα δέντρα.
Χρειάστηκαν κάποιες ώρες για να μπορέσω να προσαρμοστώ, ήμουν άλλωστε μια φαράγκ, μια ξένη, όχι μόνο από άλλο μέρος αλλά και από άλλο τρόπο ζωής. Το απόγευμα περπατήσαμε μαζί με τον Πε στα γύρω χωριά, το ίδιο σκηνικό, φωτογράφιζα αυλάδες στις οποίες φτιάχνανε καλάθια από μπαμπού ή χτυπούσανε το ρύζι για να καθαρίσει, φωτογράφιζα πρόσωπα με ρυτίδες και χώματα και λερωμένα μαλλιά και με πλατιά χαμόγελα, φωτογράφιζα παιδιά που παίζανε ανάμεσα σε γουρούνια και σκουπίζανε την μύτη τους με φύλλα από τα δέντρα και ύστερα χασκογελούσανε βλέπωντας την φάτσα τους μέσα στην φωτογραφική μου μηχανή.
Γύρω στις εφτά γυρίσαμε στο σπίτι, όπου και θα έμενα το βράδυ. Η γυναίκα είχε έτοιμο το δείπνο. Πάνω σε ένα ψαθί στο πάτωμα υπήρχανε τέσσερα πιάτα γεμάτα ρύζι και μέσα σε μια πιο μεγάλη κούπα ένα φαγητό με κρέας που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήτανε. Η γυναίκα μου χαμογελούσε συνέχεια, ήταν πανέμορφη, γύρω στα 40 με το πιο μεγάλο της παιδί γύρω στα 20.
Ο γιός της, που τον λέγανε Οε ή κάτι τέτοιο, έφερε μια κιθάρα, στο χωριό είχε ήδη νυχτώσει, δεν άκουγες τίποτα παρά μόνο σποραδικά γαβγίσματα και αραιά και που τον ήχο μιας μοτοσυκλέττας. Ο Οε στάθηκε στην άκρη της καλύβας, δίπλα από μια μπουγάδα με τρυπυμένες φανέλες, κοιτούσε προς την αντίθετη μεριά, δηλαδή κοιτούσε προς το ουρανό, και έτσι άρχισε να παίζει την κιθάρα του τραγουδώντας στην μπαλάντες στα ταυλανδέζικα, αφήνοντας τα μακριά του μαύρα μαλλιά να ανεμίζουν και τα μάτια του να κλείνουν σε κάθε νότα που άλλαζε.
Ο Πε χτυπούσε με τα χέρια το ξύλινο πάτωμα λες και χτυπούσε ένα ταμπούρλο και γω έγειρα πάνω στον ξύλινο τοίχο και παρακολουθούσα, προσπαθώντας να φανταστώ πως θα κατάφερνα αργότερα να περιγράψω αυτή την σκηνή που ζούσα, κάπου στα βουνά της Ταυλάνδης, στο χωριό της φυλής Λουάνα.
Όταν ο Οε σταμάτησε να παίζει ο Πε με ρώτησε αν θέλω καφέ, καφέ φρέσκο δηλαδή που τον καλλιεργούσανε εκεί, έγνεψα καταφατικά και άρχισα να τον ρωτώ για τον Οε, δηλαδή τι θέλει να κάνει στην ζωή του, αν θα ζήσει στο χωριό ή άν θέλει να πάει στην πόλη. Ο Οε καθότανε σταυροπόδι και παρακολουθούσε, ο Πε μετάφραζε, μου εξήγησε πως ο Οε θέλει να εικονογραφεί βιβλία, πως ο Οε είναι έξυπνος στην ζωγραφική. Απόρησα. Πως σε ένα μέρος χωρίς ούτε ένα βιβλίο ο Οε είχε την ιδέα να σπουδάσει εικονογράφηση βιβλίων. Ο Πε γέλασε και μούπε πως όλα άρχισαν όταν πριν χρόνια είχε πάρει για ξενάγηση-όπως τώρα εμένα- ένα Αμερικάνο στο χωριό. Εκείνος φεύγοντας ξέχασε στο σπίτι του Οε ένα εικονογραφημένο βιβλίο. Ο Οε πρέπει νάτανε γύρω στα 15, είδε το βιβλίο και έμεινε έκπληκτος, δεν καταλάβαινε τι κρατούσε στα χέρια του, μα τον είχε ενθουσιάσει, έτσι μια μέρα περπάτησε ώρες μέχρι την πόλη, πήρε μαζί το βιβλιό, ζήτησε να βρει την δασκάλα για να του εξηγήσει τι ήταν αυτό και έτσι άρχισε να το ψάχνει, για μήνες, για χρόνια, μέχρι που αποφάσισε πως αυτό θέλει να σπουδάσει.
Ο Πε τέλειωσε την ιστορία και πήρε ο ίδιος την κιθάρα. Κάθισε σε ένα μικρό πεζούλι και άρχισε να παίζει την μελωδία του τραγουδιού «It’s a wonderful world». Και γω έβλεπα τον Οε και σκεφτόμουνα τον Αμερικάνο που ξέχασε το βιβλίο, σκεφτόμουνα τι παράξενο, που δεν έχει ιδέα πως ξεχνώντας αυτό το βιβλίο άλλαξε την ζωή σε ένα Ταυλανδό, ένα Ταυλανδό που ανήκει στη φυλή Λουάνα, και ζει κάπου στα βουνά της Ταυλάνδης. Σκεφτόμουνα κι’ άλλα, μα δεν μπορούσα πια να τα βάλω σε προτάσεις, έτσι αφέθηκα να σιγοψυθιρίζω τους στίχους του τραγουδιού. Εγώ και ο Πε και ο Οέ τραγουδούσαμε, κάπου στα βουνά της Ταυλάνδης πως…It’s a wonderful world.